Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Η, Θ, Ι)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Η -

ήλεγα, έλεγα (παρατ).

ήλιος (ο), η μεγάλη κίτρινη ή λευκή ή λευκοκίτρινη μαργαρίτα.

ήνταν, ήταν (γ΄ ενικού του ρ. είμαι).

ήρα (η), ζιζάνιο του σιταριού.

ήρχουμνε (ρ. παρατ.), ερχόμουν. Σε τραγούδι: «ήρχουμνε μάτιαμ΄, ήρχουμνε, ήρχουμνε περπατώντας».

- Θ -

θαλασσά (η), η θαλασσιά.

θανέρθω, θανέρτω (ρ. μέλ.), θα έρθω, (θανερθ΄ς, θανερθ΄ κ.λπ.).

θάρρητα (τα), πληθ. της λ. θάρρος. Λένε: «Όχι πουλλά θάρρητα!».

θερμάγκαθο (το), άγριο βότανο που θεραπεύει τη θέρμη .

θέρμη (η), ο πυρετός, η ελονοσία.

θερμό (το) ή θερμός (ο) (ουσ.), το καυτό νερό που ζεσταίνουν στο καζάνι του κοινόχρηστου πλυσταριού για το ομαδικό πλύσιμο των ρούχων. Λένε: «Τα πλύναμ΄ μι του θερμό».

θερμόχορτο ή θερμασοβότανο (το), άγριο χόρτο που φυτρώνει στα έλη και θεραπεύει την ελονοσία (θέρμη). Μοιάζει με το βασιλικό και έχει μικρά ροδόχρωμα άνθη.

Θερ΄νός ή Θερ΄στής (ο), ο Ιούνιος, ο Θεριστής.

θημουνιά (η), η θημωνιά, τα στοιβαγμένα δεμάτια.

θιουτικά (τροπ. επίρ.), αληθινά, θεοτικά, σαν το Θεό. Λένε: «Αγάπα μι θιουτικά!».

θ΄κόμ΄, το δικό μου, (θ΄κόσ΄, θ΄κότ΄).

θ΄κός (ο), ο συγγενής, ο δικός. Στην παροιμία: «Βοηθάτε θ΄κοί κι ξέν΄ να παντριφτώ κι γώ η κα’μέν΄».

θ΄μαρέλι (το), το θυμάρι.

θ΄μός (ο), η φαγούρα. Λένε: «Ξέρ΄ς τι θ΄μό εχ΄ το κ΄θάρ΄!».

θ΄μούμι, θυμάμαι.

θ΄μώδ΄ς (ο), ο οξύθυμος, ο θυμώδης. Συν. αράθ΄μος, τσίφνας, .

Θος ή Θιος (ο), ο Θεός. Λένε: «Ο Θος να δώσ΄!».

θρονιάζουμι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, κάθομαι χωρίς να είμαι επιθυμητός. Συνήθως στον αορ. θρονιάστ΄κα. Λένε: «θρονιάστ’κεν κι δεν ήλεγε να φύγ’».

΄θωμανοί (οι), οι Οθωμανοί, οι Τούρκοι. Λένε την παροιμία: «Οι κα΄μένοι οι ΄θωμανοί, απ΄ τον ύπνου στο φαΐ».

- Ι -

ιγέλανα (ρ. παρατ.), γελούσα. Σε τραγούδι: «ιγέλανι κι ανέβινι, κλαίγει κι κατιβαίνει».

-ίδ΄, υποκ. κατάληξη ουδ., π.χ. γκντερίδ΄, παραπονίδ΄, σκαμνίδ΄, σκαφίδ΄.

-ίδα, κατάληξη θηλ. ουσ. είτε παραγωγική είτε προερχόμενη από την αρχ. κατάληξη -ίς, -ίδος. Π.χ. ανανίδα, ανδραγίδα, ασφαλαγκίδα, βουρλίδα, βρακανίδα, γαλατσίδα, καυκαλίδα, κ΄θαρίδα, κληματσίδα, κοπανίδα, σκ΄λίδα, στρουμπίδα, σφίδα, τριβλίδα, τυραγνίδα.

ίλαμμος (ο), η λάσπη, το αμμώδες κατάλοιπο, το πουρί που μένει στο βραστήρα.

-ίσα, -ίσια, παραγωγικές καταλήξεις επιρ. που εκφέρονται με το άρθρο «τα». Π.χ. τα μ΄λαρίσα , τα γαδουρίσια.

-ίσιους, -ίσια, -ίσιου, παραγωγική κατάληξη επιθ. που δηλώνει ομοιότητα ή προέλευση. Π.χ. γαδουρίσιους, μ΄λαρίσιους, τραγίσιους.

-ίτ΄ς, -ίτ΄σσα, κατάληξη που φανερώνει καταγωγή. Π.χ. Αγιασοφίτ΄ς, Αγκαριωνίτ΄ς.

ιψέ (χρον. επίρ.), χθες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου