Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Η -
ήλεγα, έλεγα (παρατ).
ήλιος (ο), η μεγάλη κίτρινη ή λευκή ή λευκοκίτρινη μαργαρίτα.
ήνταν, ήταν (γ΄ ενικού του ρ. είμαι).
ήρα (η), ζιζάνιο του σιταριού.
ήρχουμνε (ρ. παρατ.), ερχόμουν. Σε τραγούδι: «ήρχουμνε μάτιαμ΄, ήρχουμνε, ήρχουμνε περπατώντας».
- Θ -
θαλασσά (η), η θαλασσιά.
θανέρθω, θανέρτω (ρ. μέλ.), θα έρθω, (θανερθ΄ς, θανερθ΄ κ.λπ.).
θάρρητα (τα), πληθ. της λ. θάρρος. Λένε: «Όχι πουλλά θάρρητα!».
θερμάγκαθο (το), άγριο βότανο που θεραπεύει τη θέρμη .
θέρμη (η), ο πυρετός, η ελονοσία.
θερμό (το) ή θερμός (ο) (ουσ.), το καυτό νερό που ζεσταίνουν στο καζάνι του κοινόχρηστου πλυσταριού για το ομαδικό πλύσιμο των ρούχων. Λένε: «Τα πλύναμ΄ μι του θερμό».
θερμόχορτο ή θερμασοβότανο (το), άγριο χόρτο που φυτρώνει στα έλη και θεραπεύει την ελονοσία (θέρμη). Μοιάζει με το βασιλικό και έχει μικρά ροδόχρωμα άνθη.
Θερ΄νός ή Θερ΄στής (ο), ο Ιούνιος, ο Θεριστής.
θημουνιά (η), η θημωνιά, τα στοιβαγμένα δεμάτια.
θιουτικά (τροπ. επίρ.), αληθινά, θεοτικά, σαν το Θεό. Λένε: «Αγάπα μι θιουτικά!».
θ΄κόμ΄, το δικό μου, (θ΄κόσ΄, θ΄κότ΄).
θ΄κός (ο), ο συγγενής, ο δικός. Στην παροιμία: «Βοηθάτε θ΄κοί κι ξέν΄ να παντριφτώ κι γώ η κα’μέν΄».
θ΄μαρέλι (το), το θυμάρι.
θ΄μός (ο), η φαγούρα. Λένε: «Ξέρ΄ς τι θ΄μό εχ΄ το κ΄θάρ΄!».
θ΄μούμι, θυμάμαι.
θ΄μώδ΄ς (ο), ο οξύθυμος, ο θυμώδης. Συν. αράθ΄μος, τσίφνας, .
Θος ή Θιος (ο), ο Θεός. Λένε: «Ο Θος να δώσ΄!».
θρονιάζουμι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, κάθομαι χωρίς να είμαι επιθυμητός. Συνήθως στον αορ. θρονιάστ΄κα. Λένε: «θρονιάστ’κεν κι δεν ήλεγε να φύγ’».
΄θωμανοί (οι), οι Οθωμανοί, οι Τούρκοι. Λένε την παροιμία: «Οι κα΄μένοι οι ΄θωμανοί, απ΄ τον ύπνου στο φαΐ».
- Ι -
ιγέλανα (ρ. παρατ.), γελούσα. Σε τραγούδι: «ιγέλανι κι ανέβινι, κλαίγει κι κατιβαίνει».
-ίδ΄, υποκ. κατάληξη ουδ., π.χ. γκντερίδ΄, παραπονίδ΄, σκαμνίδ΄, σκαφίδ΄.
-ίδα, κατάληξη θηλ. ουσ. είτε παραγωγική είτε προερχόμενη από την αρχ. κατάληξη -ίς, -ίδος. Π.χ. ανανίδα, ανδραγίδα, ασφαλαγκίδα, βουρλίδα, βρακανίδα, γαλατσίδα, καυκαλίδα, κ΄θαρίδα, κληματσίδα, κοπανίδα, σκ΄λίδα, στρουμπίδα, σφίδα, τριβλίδα, τυραγνίδα.
ίλαμμος (ο), η λάσπη, το αμμώδες κατάλοιπο, το πουρί που μένει στο βραστήρα.
-ίσα, -ίσια, παραγωγικές καταλήξεις επιρ. που εκφέρονται με το άρθρο «τα». Π.χ. τα μ΄λαρίσα , τα γαδουρίσια.
-ίσιους, -ίσια, -ίσιου, παραγωγική κατάληξη επιθ. που δηλώνει ομοιότητα ή προέλευση. Π.χ. γαδουρίσιους, μ΄λαρίσιους, τραγίσιους.
-ίτ΄ς, -ίτ΄σσα, κατάληξη που φανερώνει καταγωγή. Π.χ. Αγιασοφίτ΄ς, Αγκαριωνίτ΄ς.
ιψέ (χρον. επίρ.), χθες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου