Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Αρ-Αψ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Α

(συνέχεια)

αράθ΄μος, -η, -ο, ο οξύθυμος. Συν. θ΄μώδ΄ς, τσίφνας .

αραθ΄μώ, θυμώνω, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω, κακοκαρδίζω κάποιον. Π.χ. λένε σέ κάποιον που βλαστημά για την ατυχία του: «Μήν αραθ΄μας τού Θιό.

αράμνια (τα), τα βατόμουρα.

αρατίζουμι, ξεθυμώνω. Επίσης ξεκουμπίζομαι, εξαφανίζομαι.

αρατοκαπνίζουμι, φεύγω διωγμένος.

αραχβάνα (η), αραχβάνι η -ικο (το), η φοράδα, το άλογο που βαδίζει ήρεμα, χωρίς νά χοροπηδά.

αρ΄βίθ΄ (το), το ρεβίθι.

αργάζω, κατεργάζομαι το δέρμα.

αργασά (η), το καλοκαιρινό μποστάνι, με ρεβύθια, φασόλια, κουκιά, καλαμπόκι, που θέλει πολύ εργασία.

άργασμα (το), η κατεργασία του δέρματος, η βυρσοδεψία.

αρ΄δάς (ο), ο αριδάς, αυτός που εχει μακριές η δυνατές αρίδες (πόδια).

αρδίν΄ (το), το κομμάτι του χωραφιού που αναλογεί στον κάθε θεριστή, μετά το μοίρασμα που κάνει ο αρχιεργάτης, έτσι ώστε νά θεριστει πιο γρήγορα το χωράφι.

αρκούδι (το), εξάρτημα στο μηχανισμό του ανεμόμυλου.

αρκουδίζω, μπουσουλάω, περπατώ με τα τέσσερα. αρκούδισμα (το), το μπουσούλημα.

αρμάνα (η), ομαδικό παιδικό παιχνίδι, παραλλαγή του παιχνιδιού «κουτσό», που παίζεται σέ έναν κύκλο, διαιρεμένο με ένα σταυρό σε τέσσερα μέρη.

αρμάνια (τα), οι κύκλοι που χαράζονται στο χώμα κατά την τέλεση του κλήδονα.

αρμάτωμα (το), ο εξοπλισμός.

αρμεγάδ΄ (το), το αρμεγόμενο πρόβατο.

αρμέχτης (ο), αυτός που αρμέγει τα πρόβατα.

αρμίδ΄ (το), το αρμίδι, η πετονιά. Από το παλιότερο ορμίδιον, υποκ. του αρχ. ορμιά: πετονιά.

αρμιδεύω, ψαρεύω με πετονιά.

αρνόμαλλα (τα), τα μαλλιά των αρνιων.

αρτιρντίζω, αυξάνω. Σε τραγούδι: «να σ΄ αρτιρντίσου την ταγήσ΄ τέσσιρις-πέντι χούφτις».

αρχεψα (ρ. αόρ.), άρχισα, αρχίνισα, ξεκίνησα. Σε τραγούδι: «Άρχεψε γλώσσαμ΄ άρχεψε και συ καημένο χείλι».

άρωρα-πάρωρα (χρον. ή τροπ. επίρ.), νωρίς-νωρίς, πριν την ωρα σου, βιαστικά.

ας το ΄παθα!, λυπητερό επιφ.

ασαμακιά (η), φυτό απ΄ το οποίο παίρνουν το σαμάκι . Φυτρώνει στίς ακτές.

ασβώλ΄ (οι), μεγάλοι βώλοι χώματος που σχηματίζονται στο οργωμένο χωράφι όταν βρέξει.

ασκελιά (η), το μεγάλο βήμα, η διασκελιά.

ασνικασιά (η), η αχορταγιά, η λαιμαργία.

ασπαραγγιά (η), το φυτό του σπαραγγιού.

ασπόρδιλας ή ασπόρδολος (ο), το σπερδούκλι, ο αρχ. ασφόδελος.

ασπράγκαθο (το), λευκό, άγριο αγκάθι, με οδυνηρό τσίμπημα.

ασπράδα (η), το κατεργασμένο δέρμα, στο οποίο βάζουν το αλεύρι πρός φύλαξη. Συν. βούργια.

ασπρομαλλιάζω: βγάζω άσπρα μαλλιά, γερνάω.

άσσος (ο), η πρώτη ποιότητα ουζου, που κυμαίνεται ανάμεσα στά 28 ως 35 γράδα.

αστεροβότανο (το), βοτάνι που θεραπεύει τα αστεροειδή σπυριά των χεριών και του προσώπου.

αστήθι (το), το στηθος.

αστίμαρτος, -η, -ο, αυτός που δεν εκτιμά ούτε σέβεται τίποτα.

αστοιβγιά ή αστοιβιά (η), ξηροφυτικός θάμνος με πράσινα φύλλα που «κολλάνε» στα ρούχα. Έχει στυπτικές ιδιότητες.

αστόπαθα! (επιφ.), ας το ΄παθα! Λυπητερό επιφ. στη φράση: «Ε αστόπαθα!».

αστραπόπετρα ή ατσαλόπετρα (η), σκληρή πέτρα που τσακμακίζει, βγάζει σπινθήρα. Αυτές τις πέτρες τις σφηνώνουν στη δ΄κάν΄ για ν΄ αλωνίσουν.

ασφάλαγκας (ο), ο τυφλοπόντικας. Αρχ. ασπάλαξ.

ασφαλαγκιά ή ασφαλαγκίδα (η), η τρύπα στό χωμα, η φωλιά του ασφάλαγκα .

ατάιστο (το), το χωράφι στο οποίο τα ζώα δεν έχουν βοσκήσει. Αντίθ. ταϊσμένο ή βοσκημένο.

ατζγκίνης (ο), ο γυναικάς. Συν. ζαμπαράς, μ΄νούδιας.

ατόσου, ατήσου, ατόσου (αντων.): μοναχός σου, μοναχή σου, μοναχό σου.

αυλακιά (η), το στενό αυλάκι που χαράζει το αλέτρι.

αυλακιάζω, φτιάχνω αυλάκια.

αυλακοτήρ΄ (το), το ειδικό αλέτρι με το οποίο άνοιγαν αυλάκια στά βαμβακοχώραφα

αυλόγυρας (ο), ο αυλόγυρος της μάντρας, στον οποίο μαζεύονται τα πρόβατα πριν αρμεχτούν

αυτούδ΄ (το), το μικρό αυτί, είδος ζυμαρικού. Στον πληθ. τα αυτούδια: μικρά τράγωνα κομμάτια ζύμης τσιμπημένα στη μέση που μοιάζουν με αυτιά.

αφαγωσά (η), το ταγίνι, που το καταριούνται να μη φαγωθεί.

αφεξώνω, δημιουργώ κέφι στην παρέα. Λένε: «Πιες κανέ κρασί να μας αφεξώσεις κουμμάτ΄!».

αφιόνης (ο), το αφιόνι, το χασισόφυτο.

αφουκριέμι, κρυφακούω.

αφκιές (οι), οι θημωνιές με άχυρο από θερισμένο άφκο .

αφκος (ο), η φάβα, το αγριομπίζελο. Από την αρχ. λ. αφάκη (η).

αχ ιγώ! (επιφ.), αχ εγώ! λυπητερό επιφώνημα.

αχαροκόρμ΄ (το), το χαμένο κορμί, στην υβριστική φράση: «Διαόλ΄ αχαροκόρμ΄!».

αχερών΄ (η), ο αχυρώνας.

αχ΄λάρες (οι), τα μεγάλα χείλη.

αχ΄λιά ή αχυλιά (η), η στάχτη. Πρβλ. το μσν. εγχυλία: σκόνη.

αχμάκ΄ς (ο), ο απερίσκεπτος.

αχνός (ο), το χνώτο, ο ατμός.

αχ΄νιός (ο), ο αχινιός της θάλασσας.

άχολος, -η, -ο, άκακος, αγαθός.

αχούνουπας ή αχούνοπος (ο), αγριόχορτο σαν το στάχυ (αγριοκρίθαρο), που όταν μπει στό μανίκι ή στο μπαντζάκι «πορπατει» και γαργαλάει.

αχύρ΄ (το), η μακρόστενη ξύλινη ταΐστρα των προβάτων.

αχυροχωρίστρα ή αχεροχωρίστρα (η), η γραμμή που ξεχωρίζει τον καρπό από τ΄ άχυρο μετά το λίχνισμα και μοιάζει με χωρίστρα μαλλιών. Σχηματίζεται από ενα σχοινί, το οποίο έχει τοποθετηθεί πριν αρχίσει το λίχνισμα. Όταν λιχνίσουν, σηκώνουν το σχοινί προς τα επάνω και ξεχωρίζει ο καρπός από τ΄ άχυρο σε δύο σωρούς με μια αχυροχωρίστρα ανάμεσά τους.

αχωρεσά (η), η στεναχώρια (κυριολεκτικά), δηλ. η ιδιοτροπία κάποιου που είναι στενάχωρος.

αψ΄θιά (η), είδος άγριου βοτάνου.

αψ΄λά (τοπ. επίρ.), ψηλά.

αψ΄λός, -ή, -ό, ο υψηλός.

αψ΄χάρα η αψυχάρα (η), αγριόχορτο που μοιάζει με βούρλο, με μυτερό ακρο, το οποίο προκαλεί οδυνηρό τσίμπημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου