Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Γ –
γαβάρ΄ς (ο), ο περιπλανώμενος χωρίς σκοπό.
γαγίλια (τα), μαύρα κορακοειδή πουλιά.
γαδαρολειχήνας (ο), μεγάλη άσπρη κηλίδα, που εμφανίζεται στο δέρμα, συνήθως στα πόδια.
γαδαρόβ΄χας (ο), ο έντονος βήχας. Και στην Ίμβρο.
γαδαροσφίγκαρος (ο), ο σκουρκος, μεγάλο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί.
γαδουρίζω, πεισματώνω.
γάζ΄ (το), το πετρέλαιο.
γάζγα (η), το προγούλι των πουλιών.
γαζόλαμπα (η), η λάμπα πετρελαίου.
γαϊδουρόποδα (τα), είδος βρώσιμων θαλασσινών στρειδιών με μεγάλα (γαϊδουρινά) κελύφη.
γαϊτανόραχο (το), άσπρο αρνί με μαύρη πλάτη.
Γαλατοπέμπτη (η), η Πέμπτη πριν από την Κυριακή της Τυροφάγου, κατά την οποία συνηθίζουν να τρώνε ρυζόγαλο.
γαλατσίδα (η), άγριο χορτάρι που εκκρίνει γαλακτώδη χυμό.
γαλ΄τσούδ΄ (το), μικρής χωρητικότητας φιάλη, ως 5Ο δράμια.
γαμπρίζω, αναζητώ ταίρι, κάνω «καμάκι», φλερτάρω.
γαμπρίκιος (ο), ο γαμπριάτικος, αργός μακρόσυρτος σκοπός, που συνοδεύει την οικογένεια του γαμπρού, όταν πηγαίνει στο σπίτι της νύφης.
γανάτο (το), το σταχτόχρωμο αρνί.
γαντζόνα (η), ο γάντζος, διπλωμένο σύρμα με το οποίο τα παιδιά καθοδηγούν το κατρακύλι.
γαργατζάν΄ (το), το καρύδι του ανδρικού λαιμού.
γαρίζω, διψώ πολύ, έχει ξεραθεί το στόμα μου από τη δίψα. Λένε: «γάρ΄σα», δηλ. «ξεράθηκε το στόμα μου».
γδί (το), το γουδί.
γεματίζω, δοκιμάζω το φαγητό.
γεμενιά (τα), ραφτά, τοπικής κατασκευής παπούτσια.
γεμιτζής (ο), ο ναυτικός.
γεμιτζόπουλο (το), το ναυτόπουλο.
γεμόζω, γεμίζω, αλλά και με γεμίζουν (ενεργ. και παθ.). Λένε: «γέμοσε το π΄θάρ΄».
γενιμπαχάρ΄ (το), το αμόλυντο, το άμωμο.
γεννητούρια (τα), τα κεράσματα για το ξεγέννημα του μωρού. Είναι συνήθως ειδικά ψημένα παξιμάδια, μαζί με λουκούμια, καραμέλες, στραγάλια, αμύγδαλα κ.α.
γερουσύν΄ (η), η υγεία. Λένε την ευχή: «Να ΄χ΄ς γερουσύν΄!».
γιαγκίνι (το), η πυρκαγιά, η φωτιά.
γιαδέ! (επιφ.), μπράβο, για δες!, εκθειαστικό επιφ. Λένε: «Γιαδέ δουνά προκοπές!».
γιαλεύω, ψαρεύω στην ακροθαλασσιά.
γιαλί η γυαλί (το), διαφανές θαλασσινό μαλάκιο.
γιαλομούν΄ (το), μαλακό ασπόνδυλο, χωρίς όστρακο, το οποίο ζει προσκολλημένο στους βράχους κοντά στις ακτές και μοιάζει με αιδοίο.
γιαλόξ΄λο (το), το ξύλο που ΄χει ξεβράσει η θάλασσα. Πιο συνηθισμένος ο πληθ. τα γιαλόξ΄λα.
γιαλόψωλο (το), είδος θαλασσινού μαλάκιου, που μοιάζει με ανδρικό μόριο. Το χρησιμοποιούν ως δόλωμα στην αλιεία.
γιάντες (το), το διχαλωτό κόκκαλο του κοτόπουλου με το οποίο παίζεται το ομώνυμο παιγνίδι μνήμης και πονηριάς. Χάνει όποιος δηχθεί πρώτος ένα αντικείμενο από τον αντίπαλο παίκτη. Το παιγνίδι αρχίζει μόλις οι δύο παίκτες σπάσουν το γιάντες τραβώντας ο καθένας ένα άκρο του.
γιαράδες (οι), οι πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα.
γιαρίζω, αλλάζω τρίχωμα (για τα ζώα).
γιαρμάς (ο), ζωοτροφή από αλεσμένο κριθάρι η σιτάρι.
γιατάκι (το), η λαγοφωλιά στους θάμνους, το κατάλυμα.
γιατακώνω, καταλύω, κοιμάμαι.
γιούκερ΄ (το), η μεσάντρα, το ξύλινο σανιδένιο χώρισμα η ερμάρι για τα ρούχα.
γιου(ρ)ντίζω, ταιριάζω. Λένε για το νέο ζευγάρι: «Για διέ πως γιου(ρ)ντίσανε!»
γιου(ρ)ντισμένος, -η, -ο, ταιριασμένος. Λένε: «Βρέ τα καλογιου(ρ)ντισμένα».
γιουρντίζω, διώχνω τα πρόβατα, τα οδηγώ αλλού. Συν. λαλω
γιουρούκι (το), το δυνατό βόδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου