Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Η, Θ, Ι)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Η -

ήλεγα, έλεγα (παρατ).

ήλιος (ο), η μεγάλη κίτρινη ή λευκή ή λευκοκίτρινη μαργαρίτα.

ήνταν, ήταν (γ΄ ενικού του ρ. είμαι).

ήρα (η), ζιζάνιο του σιταριού.

ήρχουμνε (ρ. παρατ.), ερχόμουν. Σε τραγούδι: «ήρχουμνε μάτιαμ΄, ήρχουμνε, ήρχουμνε περπατώντας».

- Θ -

θαλασσά (η), η θαλασσιά.

θανέρθω, θανέρτω (ρ. μέλ.), θα έρθω, (θανερθ΄ς, θανερθ΄ κ.λπ.).

θάρρητα (τα), πληθ. της λ. θάρρος. Λένε: «Όχι πουλλά θάρρητα!».

θερμάγκαθο (το), άγριο βότανο που θεραπεύει τη θέρμη .

θέρμη (η), ο πυρετός, η ελονοσία.

θερμό (το) ή θερμός (ο) (ουσ.), το καυτό νερό που ζεσταίνουν στο καζάνι του κοινόχρηστου πλυσταριού για το ομαδικό πλύσιμο των ρούχων. Λένε: «Τα πλύναμ΄ μι του θερμό».

θερμόχορτο ή θερμασοβότανο (το), άγριο χόρτο που φυτρώνει στα έλη και θεραπεύει την ελονοσία (θέρμη). Μοιάζει με το βασιλικό και έχει μικρά ροδόχρωμα άνθη.

Θερ΄νός ή Θερ΄στής (ο), ο Ιούνιος, ο Θεριστής.

θημουνιά (η), η θημωνιά, τα στοιβαγμένα δεμάτια.

θιουτικά (τροπ. επίρ.), αληθινά, θεοτικά, σαν το Θεό. Λένε: «Αγάπα μι θιουτικά!».

θ΄κόμ΄, το δικό μου, (θ΄κόσ΄, θ΄κότ΄).

θ΄κός (ο), ο συγγενής, ο δικός. Στην παροιμία: «Βοηθάτε θ΄κοί κι ξέν΄ να παντριφτώ κι γώ η κα’μέν΄».

θ΄μαρέλι (το), το θυμάρι.

θ΄μός (ο), η φαγούρα. Λένε: «Ξέρ΄ς τι θ΄μό εχ΄ το κ΄θάρ΄!».

θ΄μούμι, θυμάμαι.

θ΄μώδ΄ς (ο), ο οξύθυμος, ο θυμώδης. Συν. αράθ΄μος, τσίφνας, .

Θος ή Θιος (ο), ο Θεός. Λένε: «Ο Θος να δώσ΄!».

θρονιάζουμι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, κάθομαι χωρίς να είμαι επιθυμητός. Συνήθως στον αορ. θρονιάστ΄κα. Λένε: «θρονιάστ’κεν κι δεν ήλεγε να φύγ’».

΄θωμανοί (οι), οι Οθωμανοί, οι Τούρκοι. Λένε την παροιμία: «Οι κα΄μένοι οι ΄θωμανοί, απ΄ τον ύπνου στο φαΐ».

- Ι -

ιγέλανα (ρ. παρατ.), γελούσα. Σε τραγούδι: «ιγέλανι κι ανέβινι, κλαίγει κι κατιβαίνει».

-ίδ΄, υποκ. κατάληξη ουδ., π.χ. γκντερίδ΄, παραπονίδ΄, σκαμνίδ΄, σκαφίδ΄.

-ίδα, κατάληξη θηλ. ουσ. είτε παραγωγική είτε προερχόμενη από την αρχ. κατάληξη -ίς, -ίδος. Π.χ. ανανίδα, ανδραγίδα, ασφαλαγκίδα, βουρλίδα, βρακανίδα, γαλατσίδα, καυκαλίδα, κ΄θαρίδα, κληματσίδα, κοπανίδα, σκ΄λίδα, στρουμπίδα, σφίδα, τριβλίδα, τυραγνίδα.

ίλαμμος (ο), η λάσπη, το αμμώδες κατάλοιπο, το πουρί που μένει στο βραστήρα.

-ίσα, -ίσια, παραγωγικές καταλήξεις επιρ. που εκφέρονται με το άρθρο «τα». Π.χ. τα μ΄λαρίσα , τα γαδουρίσια.

-ίσιους, -ίσια, -ίσιου, παραγωγική κατάληξη επιθ. που δηλώνει ομοιότητα ή προέλευση. Π.χ. γαδουρίσιους, μ΄λαρίσιους, τραγίσιους.

-ίτ΄ς, -ίτ΄σσα, κατάληξη που φανερώνει καταγωγή. Π.χ. Αγιασοφίτ΄ς, Αγκαριωνίτ΄ς.

ιψέ (χρον. επίρ.), χθες.

Γλωσσάρι Λήμνου (Ζ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Ζ -

ζαβλακουμένους, -η, -ου, άρρωστος, αδιάθετος, κακόκεφος.

ζαβλακώνουμι, συνήθως στον αόρ. ζαβλακώθ΄κα: αδιαθέτησα.

ζαβράκ΄ (το), η επίπληξη.

ζάγδαρος (ο), παρωνύμιο, ο ασήμαντος, ο περιφρονημένος, αλλά ταυτόχρονα κακός και μανιακός.

ζαΐφτι (το), η αδιαθεσία.

ζαμπαράς (ο), ο γυναικάς.

ζαμπίτης (ο), ο βαθμοφόρος, ο αξιωματικός, ο χωροφύλακας.

ζαμπούνης, ζαμπουνιασμένος (ο), ο ασθενής, ο άρρωστος.

ζ΄γόλουρο (το) ή ζ΄γόλερος (ο), το πετσί από δέρμα βοδιού που συνδέει τα νούντρια με το μπόλι και το ζυγό.

ζ΄γουλερ΄κά (τα), τα απαιτούμενα του κεχαγιά για το όργωμα, (βόδια, αλέτρι, β΄κέντρι, δ΄κάν΄, δικράν΄, δερμόνα, π΄νάκ΄).

ζ΄γώνου, πλησιάζω, ζυγώνω.

ζεμπίλα (η), το ζεμπίλι.

ζεστό (το), το μικρό ψωμί (3ΟΟ-4ΟΟ δράμια) που δίνεται ως αμοιβή στη φουρνάρισσα ή στην ιδιοκτήτρια του φούρνου, από τις άλλες γυναίκες. Επίσης το σφραγισμένο ψωμί (πρόσφορο) που πηγαίνουν στην εκκλησία το πρωί του Μ. Σαββάτου μαζί με το μεριδοχάρτι . Αφού διαβαστεί το μοιράζουν στο εκκλησίασμα.

ζευγαρίζω, οργώνω με ζευγάρι βοδιών.

ζευγιά (η), το μεγάλο σκοινί με το οποίο δένουν την αγελάδα για να τη ζέψουν.

ζεύλα (η), το καμπυλωτό ξύλο η σίδερο που μπαίνει γύρω από το λαιμό του ζεμένου βοδιού.

ζήσεις χρονίσεις (ιδιωμ.), ευχή που λέγεται πάνω στην κουβέντα.

ζιαφέ(ν)τ΄ (το), το γλέντι, η διασκέδαση.

ζιγκούνι ή ζ΄γκούν΄ (το), το πνευμόνι του σφαχτού.

ζ΄λιάρ΄ς, ζ΄λιάρα, ζ΄λιάρ΄κο, ζηλιάρης.

ζ΄λω, ζουλώ.

ζ΄μάρ΄ (το), το ζυμάρι. Λένε την παροιμία: «Το ζ΄μάρ΄, ζ΄μάρ΄ κι η σκάφ΄, σκάφ΄». Επίσης, το επίθ. ζ΄μαρένιος, -ια, -ο.

ζμιρκό (το), είδος σούπας με ζυμαρικά. Επίσης είδος αλευρόπιτας.

ζμπεθερκάτος (ο), τοπικός χορός που χορεύεται σε γάμους ή αρραβώνες, από τούς νιόγαμπρους και τα πεθερικά.

ζ΄νάρ΄ (το), το ζωνάρι.

ζνίχ΄ (το), ο σβέρκος, ο λαιμός του σφαχτού.

ζο (το), το ζωο. Πληθ. τα ζα.

ζούλια (η), η ζήλεια.

ζουμπλωτός, -ή, -ό, ο σχεδιασμένος με πολλά σχέδια. Π.χ. «η ζουμπλωτή καρπέτα».

ζουρλαμάς (ο), ζουρλάντισμα (το), το απότομο οδυνηρό χτύπημα η διάστρεμμα. Ο δυνατός πόνος.

ζουρλιάνος (ο), ο παρανοϊκός.

ζουρμπάς (ο), ο ταραξίας, ο εκβιαστής, υβριστική προσφώνηση.

ζουρνάς (ο), η μύτη του γουρουνιού. Στα χοιροσφάγια την κρεμούν σ΄ ένα δέντρο και τη δίνουν περιπαιχτικά σ΄ όποιον θέλουν να κοροϊδέψουν.

ζόχος (ο), ο ζοχός, βρώσιμο αγριόχορτο.

ζπνιάζω, παρακινώ έντονα με φωνές κάποιον, να βιαστεί, να συντομεύει.

στο ζύγι (ιδιωμ.), έχω κάτι απούλητο. Σε τραγούδι: «πόχου τα πρόβατ΄ άκουρα κι του τυρί στου ζύγ΄».

ζύγιασ΄ ου γήλιους (ιδιωμ.), μεσημέριασε

Ζυγός (ο), ονομασία αστερισμού που εμφανίζεται στα τέλη Ιουλίου κοντά στην Πούλια. Αποτελείται από έξι αστέρια, που βρίσκονται ανά τρία σε μία ευθεία, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα κεφαλαίο Λάμδα. Συν. Πήχεις . Επίσης Τρία Αστέρια: ονομασία του μισού αστερισμού.

ζυγός ή ζ΄γός (ο), το ξύλο με το οποίο ζεύονται τα βόδια.

ζυγός ή ζ΄γός (ο), ξύλινο εξάρτημα του ανεμόμυλου, στο οποίο «ζευόταν» η ρόκα .

ζυγούρι ή ζ΄γούρ΄ (το), το αρνί μέχρι 6-7 μηνών.

ζωνή (η), μαύρη κατσίκα με μία λεύκη λωρίδα (ζωνάρι) στη μέση.

Γλωσσάρι Λήμνου (Ε)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Ε -

εγγλέζ΄κο ή ΄γγλέζ΄κο (το), ποικιλία λευκού σταφυλιού με μεγάλη χοντρόφλουδη ρώγα, το οποίο ωριμάζει τον Αύγουστο. Εκτός από οινοποίηση, το ξεραίνουν και φτιάχνουν σταφίδες. Πρόκειται για το μοσχάτο Αλεξανδρείας, το οποίο απέκτησε την επωνυμία εγγλέζ΄κο, επειδή άρεσε ιδιαίτερα στους Άγγλους στρατιώτες που είχαν έρθει στη Λήμνο το 1915-18.

εκεινά (τοπ. επίρ.), εκεί μακριά, εκεί πέρα.

εκεινιά (θηλ. αντωνυμία), εκείνη εκεί πέρα μακριά.

-έλα, θηλ. υποκ. κατάληξη (π.χ. δεκαρέλα, ουραδέλα, μορφονέλα, Δεσπ΄νέλα), συχνή ως γυναικεία πατριδωνυμική ή πατρωνυμική: η Καμνιωτέλα (από το χωριό Καμίνια), η Κασπακνέλα (από το χωριό Κάσπακας), η παπαδέλα (η κόρη του παπά) κλπ.

ελογισμένος, -η, -ο, ο συλλογισμένος, ο σκεπτικός. Σε σκωπτικό τραγούδι: «περνώ από την πόρτα σου, σε βλέπω ελογισμένη».

έναι (ρ.), είναι.

εννενηνταεννιά (το), παιγνίδι της τράπουλας με 24 φύλλα για τρεις παίκτες, παραλλαγή του «ανεβαστού εξηνταέξ» ή «μπουμ», του οποίου όμως η βάση είναι οι 99 βαθμοί και δεν υπάρχει μπουμ. Όποιος μπει μέσα γράφει αρνητικούς βαθμούς, ενώ οι άλλοι κερδίζουν από 25. Συνήθως ο νικητής βγαίνει στους 1000 βαθμούς ή ανάλογα με τη συμφωνία.

εννιαρούδ΄ (το), η εννιάρα, η τρίλιζα με τα εννιά πούλια.

εξηνταέξ (το), παιγνίδι της τράπουλας με 24 φύλλα (εννιά, δέκα, βαλές, ντάμα, ρήγας, άσσος) για δύο παίκτες. έχει βάση τους 66 βαθμούς. Οι δύο παίκτες μοιράζονται από 6 φύλλα και τα 12 μένουν κλειστά. Ανοίγουν μόνο το πρώτο, για να βγουν τα κόζα και ανάλογα παίζουν και αντικαθιστούν τα φύλλα τους με κλειστά. Νικά όποιος συγκεντρώσει πρώτος 66 βαθμούς. Ο νικητής κερδίζει: α) τρεις πόντους, όταν ο αντίπαλος δεν πιάσει φύλλο, β) δύο πόντους, όταν ο αντίπαλος δεν κόψει, δηλ. δεν συγκεντρώσει 33 βαθμούς και γ) έναν πόντο, όταν ο αντίπαλος κόψει. Υπάρχει και ισοπαλία, όταν τελειώσουν τα φύλλα και κανείς δεν έχει συγκεντρώσει 66 βαθμούς, οπότε κανείς δεν κερδίζει πόντους. Ο τελικός νικητής βγαίνει στους 11 ή 16 ή 21 πόντους, ανάλογα με τη συμφωνία. Πιο συναρπαστικές παραλλαγές είναι το «ανεβαστό» ή «μπουμ» και το «εννενηνταεννιά».

-έρα, υποκ. κατάληξη θηλ. π.χ. αλεπ΄δέρα.

-έρης, -έριας, συχνές πατρωνυμικές καταλήξεις. Π.χ. Γαϊτανέρης, Γιαννέρης, Δεσποτέρης, Κωνσταντινιέρης, Νικολέρης, Σταματέρης, Αντωνέριας, Βασιλέριας κ.λπ.

-έρι ή -έρ΄, συχνή υποκ. κατάληξη, π.χ. αλεπ΄δέρ΄, δαχτ΄λέρ΄, λαγ΄δέρ΄, Καλλιοπ΄τέρ΄ (παιδί από το χωριό Καλλιόπη).

έτσ΄νας (τροπ. επίρ.), έτσι, μ΄ αυτό τον τρόπο.

ευχηστώ (ρ. υποτ. αορ.), να ευχηθώ.

εφτάκιλο (το), ποικιλία λευκού σταφυλιού με χοντρή ρώγα και μεγάλα τσαμπιά

εψές (χρον. επίρ.), χθες.

Επιφωνήματα επίκλησης ζώων

αϊ ντε: κάλεσμα των προβάτων όταν ξεφεύγουν από το χώρο τους.

αχουτέ ή ακουτέ: διώξιμο των σκυλιών.

γκρρρ, ούλι ούλι: διώξιμο της κουρούνας.

γουώτς, γουώτς, γουώτς: κάλεσμα του χοίρου.

έλα μαλιό: καλόπιασμα της αγελάδας για να πλησιάσει ή να παραμερίσει συνοδευόμενο μ΄ ελαφρό χτύπημα στα πισινά.

λάτε, λάτε, λάτε: κάλεσμα για τις κότες.

ντέε: κάλεσμα του γαϊδάρου.

ουστ σακάτ΄: εντολή προς το γάιδαρο να στρίψει προς τα κάτω.

ουστ σαπάν΄: εντολή προς το γάιδαρο να στρίψει προς τα πάνω.

πούλ΄, πούλ΄, πούλ΄: κάλεσμα για τις κότες. Τα γειτονικά κοτέτσια πρέπει να έχουν διαφορετικό κάλεσμα.

προύουκα, προύουκα: κάλεσμα για τις κότες.

τγιό: εντολή στο γάιδαρο να σταματήσει.

ψώωω: εντολή στο γάιδαρο να σταματήσει.

ωωω χα: εντολή στα γελάδια να σταματήσουν.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Δ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Δ -

δα, λοιπόν.

δαγκαματιά (η), η δαγκωματιά, το δάγκωμα. Μσν. δαγκαματία.

δαιμοναριά (η), άγριο βότανο κατάλληλο για τη ρευματοπάθεια.

δαρδαγάν΄ (το), το ανακάτωμα, η ανακατωσούρα.

δασόκομπο (το), το φυτό που έχει δεμένους πολλούς κόμπους.

δαχτ΄λέρ΄ (το), το μικρό δάχτυλο του χεριού.

δαχτ΄λιά (η), το δακτυλικό αποτύπωμα, η υπογραφή των αγράμματων, το βούτηγμα του δάχτυλου σε κάτι. Λένε στα παιδιά: «Πάρ΄ μια δαχτ΄λιά απ΄ τού φουκά (με το γλυκό)».

δαχτύλ΄ (το), το δάχτυλο. Πληθ. τα δαχτύλια.

δεματ΄κό (το), είδος χόρτου, συνήθως σίκαλη που είναι ανθεκτική, που το σπέρνουν και το χρησιμοποιούν για να δένουν τα δεμάτια. Το κόβουν χλωρό και το βρέχουν αποβραδίς για να μαλακώσει. Το δέσιμό του γίνεται με μια ιδιαίτερη τεχνική.

δεματ΄κό (το), το σκοινί, αντί για το χόρτο, με το οποίο δένουν τα δεμάτια.

δέγ΄νταν, δεχόταν. Λένε: «Δεν τ΄ς δέγ΄νταν», δηλ. «Δεν τους δεχόταν».

δεμούτζα (η), υφασμάτινο λουρί με το οποίο δένουν τα πόδια της όρνιθας, για να μην απομακρύνεται.

δένω, κάνω μάγια στο γαμπρό για να μη μπορεί να εκτελέσει τα αντρικά του καθήκοντα.

δερμόνα (η), το μεγάλο ξύλινο και δερμάτινο κόσκινο, για το δερμόνισμα σιταριού, βίκου ή άφκου.

δερμόνι η δερμονέλ΄ (το), το μικρό κόσκινο, για τον τραχανά.

δερμονίζω, κοσκινίζω.

δερμόνισμα (το), το κοσκίνισμα.

δέσιμο (το), τα μάγια που δένουν το γαμπρό και του στερούν τη σεξουαλική ικανότητα.

δευτέρωμα (το), το δεύτερο τάισμα των ζώων, το χειμώνα. Από το μσν. ρ. δευτερώνω.

δευτερώνω, ταΐζω τα ζώα για δεύτερη φορά. Το χειμώνα, το πρώτο τάισμα γίνεται το ξημέρωμα και το δευτέρωμα κατά τις 10 π.μ. Το καλοκαίρι τα ζώα βόσκουν έξω μέχρι να σταλίσουν και δεν χρειάζεται δευτέρωμα.

διαλαλ΄τής (ο), ο ντελάλης.

διάργυρος (ο), ο υδράργυρος (ανομοίωση).

διαρμίζω, ταχτοποιώ, συγυρίζω, διαρρυθμίζω.

διαρωτώ, εξετάζω, ερωτώ με λεπτομέρειες.

διάσκατζος (ο), ο δαίμονας, ο διάβολος. Σε αητειά: «Δέσου διάσκατζε, να βρεις το πράμα ποχασα!». Τη λένε αποβραδίς τρεις φορές και δένουν τρεις κόμπους σε μια κλωστή, για να βρουν το πρωί κάτι που χάθηκε μες το σπίτι.

διασκέδασ΄ (η), το γλέντι, το πανηγύρι. Λένε: «Τ΄ς Παναγιάς θα κάνωμ΄ διασκέδασ΄».

διασκέλ΄ (το), το διάσελο.

διασκελιά (η), το μεγάλο βήμα, η δρασκελιά, η ασκελιά .

διάφορο(το), η αντιδικία, το χρέος.

δικαστήρ΄ (το), παιγνίδι το οποίο παίζουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά στις παρέες των Αποσουρτών και της Αποκριάς. Ένας κάνει το δικαστή και τα παιδιά οδηγούνται ένα-ενα σ΄ αυτόν και ομολογούν τις «ανομίες» τους. Στο τέλος τούς επιβάλλεται κάποια χιουμοριστική ποινή (π.χ. να κάνουν τον πετεινό, το γάιδαρο κ.α.).

δικατρεις, δικαπέντε, δικάξ΄, δικοχτώ κ.α., αριθμητικά, στα ρετσπέρικα: «σπέρνει σιτάρι δικόχτω, κριθάρι δικαπέντε, σπέρνει κι ρόβι δικοχτώ, κάτου στου περιγιάλι».

Δικέβρ΄ς (ο), ο μήνας Δεκέμβριος.

δικει, δικ΄να (τοπ. επίρ.), εκεί, εκεί πέρα, προς τα εκεί.

δικέλλι η δ΄κέλλ΄ (το), είδος τσάπας για το σκάψιμο του αμπελιού.

δικράν΄ (το), το διχαλωτό ξύλινο εργαλείο με το οποίο αναποδογυρίζουν τ΄ άχυρα στ΄ αλώνι.

διμουνιάρ΄ς (ο), ο παλαβός, ο δαιμονισμένος. Σε τραγούδι: «τα ματιά σου μί κάνανι λουλό κι διμουνιάρη».

δίμ΄το (το), το πυκνοϋφασμένο ύφασμα.

δίν΄νε χέρ΄ (ιδιωμ.), δίνουν χέρι, είναι ικανοποιητικοί, βοηθούν. Λένε: «για λέγε δα και τ΄ς προίκες να διουμ΄, δίν΄νε χέρ΄;».

διούμι (να), να δούμε (υποτ. αορ.).

δίπλα του φιγγάρ΄ (ιδιωμ.), η ώρα της νύχτας που το φεγγάρι δύει. Λένε: «Δίπλα τού φιγγάρ΄, δίπλα κι ου καπ΄τάνιους».

δίπλες (οι), τα ξύλινα δοκάρια της οροφής.

δισάκι (το), ο διπλός τορβάς .

Διφτέρα (η), η Δευτέρα. Σε τραγούδι: «Τη Διφτέρα το πουρνό εβραζι τον τραχανό».

διχουρτέλα (η), λευκή κατσίκα με μαύρη ράχη. Αρχ. επίθ. δίχρους + υποκ. -έλα.

δ΄κόμ΄, δ΄κόσ΄, δ΄κότ΄, δικό μου, -σου, -του. Κτητική αντων.

δ΄κός η θ΄κός (ο), ο συγγενής, ο δικός. Από το αρχ. ιδικός.

δμάρικο (το), το δίδυμο παιδί ή ζωο.

δμάρ΄ς (ο), ο δίδυμος. Λένε: «Γαμπρός που εναι δμάρ΄ς; Όχι να μη τον πάρ΄ς».

δοιάκ΄ (το), η ρεγουδέλα στο τιμόνι της βάρκας.

δουνά (τοπ. επίρ.), άδω, εδωνά. Λένε: «Για δε δουνά προκοπές!».

δρίμες (οι), οι πρώτες μέρες του Αυγούστου από την 1η μέχρι του Σωτηρος, στις οποίες συνήθως ο καιρός χαλάει.

δρομί (το), μια αγκαλιά θερισμένου σιταριού που σχηματίζεται μετά από 3-4 δρεπανιές. Με τρία δρομιά φτιάχνεται ένα δεμάτι.

δροσά (η), η δροσιά, αλλά και μτφ. η ερωτοτροπία στη φράση: «Δροσά μου θέλατι!».

δροσ΄νός, -ιά, -ό, δροσερός.

δροσό (το), η δροσιά.

δρώγμα (τροπ. επίρ.), ο καιρός που είναι έτοιμος για βροχή.

΄δρωκοπ΄μένος, -η, -ο, ο καταϊδρωμένος.

δυάσμος (ο), ο δυόσμος.

δυκάνη η δ΄κάν΄ (η), ξύλινο εργαλείο του αλωνίσματος. Είναι μια μακρόστενη τάβλα με διαστάσεις 100x50 εκ., η οποία καταλήγει σ΄ ενα καμπυλωτό άκρο για να μη μπουκώνει. Στην κάτω πλευρά έχει τρύπες, στις οποίες σφηνώνουν σκληρές χαλικόπετρες και καθώς τη σέρνουν τα ζώα κομματιάζει τ΄ άχυρα. Η αρχ. τυκάνη (η).

δύνουμι, δύναμαι, μπορώ.

δωδεκάφ΄λλο (το), τοπική ποικιλία πεπονιού, με σφαιρικό σχήμα και κιτρινοπράσινο χρώμα.

Γλωσσάρι Λήμνου (Γκ-Γω)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Γ

(συνέχεια)

γκιρίζι (το), μικρό κανάλι φτιαγμένο με πέτρινες πλάκες, το οποίο οδηγεί το νερό από την πηγή στη βρύση.

γκντερίδ΄ (το), το ξυλοκέρατο, το χαρούπι.

γκ΄ντω, σκουντώ, σπρώχνω.

γκόλφι (το), είδος νομίσματος η μαλαματένιου μενταγιόν η φυλακτού.

γκομαχητό (το), το αγκομαχητό.

γκουμπές (ο), ο θόλος του φούρνου. Συν. στρογγύλι.

γκουπω, κάθομαι. Λένε: «Για γκούπ΄σέ να σι διουμε».

γλαράτο (το), το ολόλευκο πρόβατο.

γλείφτρα (η), το γλειφιτζούρι.

γλέπω, βλέπω. Συνηθίζεται στην ερώτηση: γλέπ΄ς;

γ΄λί (το), είδος πλατύφυλλου αγριόχορτου, του οποίου το βλαστάρι τρώγεται ωμό πριν μεστώσει.

γλιαρεύω, λιγουρεύομαι, ζηλεύω το φαΐ με τα μάτια. Πιο σωστό: γληαρεύω (από το αρχ. γλήνη: είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού).

γ΄λιαρουσύν΄ (η), η λαιμαργία.

γ΄λιάρ΄ς, γ΄λιάρα, γ΄λιάρ΄κο, λαίμαργος (-η, -ο). Λένε την παροιμία: «Το μαθημένο γ΄λιάρη μη τον πεις».

γλιστρίδα ή βλιστρίδα (η), άγριο βότανο που ξεμουδιάζει το στόμα από τις δυνατές γεύσεις

γλυκοποτίζω, ποτίζω συχνά και με προσοχή.

γλυκοφ΄τεύω, φυτεύω προσεκτικά.

γ΄νικαδέρφι (το), ο γυναικάδελφος, ο κουνιάδος.

γούβα (η), πατητήρι σταφυλιών σκαμμένο σε βίνα.

γούλα (η), το ξύλινο τμήμα του αλετριού, που βρίσκεται πίσω. Συνδέει την κ΄ντούρα με το μπόλι (βλ. λέξεις).

γούλιαρος (ο), ο λαίμαργος. Συν. γ΄λιάρ΄ς .

γουλο (το), το ουλο (αρχ. ουλον).

γουμάρ΄ (το), το γομάρι, το φόρτωμα του ζώου. Ένα γουμάρ΄ αντιστοιχεί σε δύο τσουβάλες άχυρο η 6-8 δεμάτια σιτάρι, ανάλογα με το ζώο.

γουνιά (η), η γωνιά, το τζάκι.

γούρνα (η), η κοιλότητα, ο σκαμμένος βράχος. Και τοπωνύμια (Γούρναρος, τ΄ς Γούρνας το Π΄γάδ΄).

γουρ΄νόλιγδα (η), το χοιρινό λίπος.

γουρούνα (η), παιδικό παιγνίδι που παίζεται από δύο ομάδες των 3-4 παιδιών. Οι παίκτες κτυπούν μ΄ ένα ξύλινο ραβδί ένα μικρό βράχο, τη γουρούνα, προσπαθώντας να τη σπρώξουν σε μία τρύπα στο χώμα, που υπερασπίζονται οι αντίπαλοι. Οι δύο τρύπες απέχουν μεταξύ τους 5-6 μέτρα.

γουρτζάλευρο ή γρουτζάλευρο (το), το αλεσμένο κριθάρι που προορίζεται για τροφή του χοίρου. Με ζυμάρι από γρουτζάλευρο σφραγίζουν το καζάνι του λακκαριου .

γουρτζέλα (η), ο θηλυκός χοίρος (σπανιότερος τύπος).

γουρτζέλι (το) ή γούρτζελος (ο), το γουρούνι, ο χοίρος. Από το αρχ. ρ. γρύζω (= γρυλίζω).

γουρτζελιά (η), το δέρμα του χοίρου, από το οποίο φτιάχνουν τσερβούλια και λαγάρες.

γουρτζελοκούμασο (το), το σπιτάκι του γουρουνιού.

γουρτζελούδ΄ με το ζ΄μάρ΄, είδος φτωχικού, πρόχειρου φαγητού, κοψίδια χοιρινά τηγανισμένα με χυλό.

γραβατάδες (οι), παρωνύμιο των κατοίκων του χωριού Πλατύ, επειδή συνηθίζουν νά είναι πάντα καλοντυμένοι και περιποιημένοι σ΄ όλες τους τις εκδηλώσεις.

γράδο (το), ο βαθμός οξύτητας του ούζου. Όταν έχουν πιει πολύ ούζο και έχουν ζαλιστεί, λένε: «Ανέβ΄καν τα γράδα».

γριγιούδα ή γριούδα (η), η γριούλα (υποκ.).

γριτζανίζω, τραγανίζω.

γροικω, ακούω.

γρουβουτσεμπ΄στό (το), η χλωρή κορυφή της βρούβας.

γυαλί (το), το πηγμένο τυρί που είναι έτοιμο να μπει στο τυριβόλι για να στραγγίξει. Επίσης, κάθε τί λείο και υαλώδες: ο ζελές, η επιφάνεια της πηχτής, η ακονισμένη (γυαλισμένη) από τη χρήση επιφάνεια της μυλόπετρας κ.α.

γυαλί (το), το φώτημα, το πρώτο φως της μέρας. Λένε: «Σα κάμ΄ γυαλί» δηλ. «Μόλις φωτίσει».

γυαλί (το), οι υαλοποιημένοι κρύσταλλοι της πέτρας. Όταν η πέτρα έχει γυαλί δεν λαξεύεται.

γυαλί (το), διαφανές θαλασσινό μαλάκιο.

γυαλομάτ΄κο (το), μαύρο αρνί με λευκές κηλίδες γύρω απ΄ τα μάτια.

γυαλομύτ΄κο (το), μαύρο αρνί με μία λευκή γραμμή στο πρόσωπο.

γυαλοφεγγίτ΄ς (ο), το μικρό παράθυρο.

γυρίζουν, το λένε για τα πρόβατα που δεν αλάχτηκαν κανονικά τον Ιούλιο η Αύγουστο όπως έπρεπε και γυρίζουν το Σεπτέμβριο. Συν. ξαναλάζονται.

γύρισμα (το), το αναποδογύρισμα του καρπού κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος, για να πέσει όλος ο καρπός στο έδαφος και να μη μείνει κολλημένος στα άχυρα.

γυριστάρ΄ (το), το ξεστριφτάρι, εξάρτημα με το οποίο δένεται η αλυσίδα η το σχοινί σ΄ ενα δοχείο. Αποτελείται από δύο μεταλλικούς κρίκους που στρέφονται ανεξάρτητα ο ένας απ΄ τον άλλον.

γυροθολωτός, -ή, -ό, ο ολοστρόγγυλος, ο θολοειδής. Σε τραγούδι: «Φούρνε μας γυροθολωτέ».

γωνιά (η), εργαλείο των πετράδων, με το οποίο λατόμευαν τις γωνιές, δηλ. τούς γωνιακούς λίθους των οικοδομών.