Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Δ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Δ -

δα, λοιπόν.

δαγκαματιά (η), η δαγκωματιά, το δάγκωμα. Μσν. δαγκαματία.

δαιμοναριά (η), άγριο βότανο κατάλληλο για τη ρευματοπάθεια.

δαρδαγάν΄ (το), το ανακάτωμα, η ανακατωσούρα.

δασόκομπο (το), το φυτό που έχει δεμένους πολλούς κόμπους.

δαχτ΄λέρ΄ (το), το μικρό δάχτυλο του χεριού.

δαχτ΄λιά (η), το δακτυλικό αποτύπωμα, η υπογραφή των αγράμματων, το βούτηγμα του δάχτυλου σε κάτι. Λένε στα παιδιά: «Πάρ΄ μια δαχτ΄λιά απ΄ τού φουκά (με το γλυκό)».

δαχτύλ΄ (το), το δάχτυλο. Πληθ. τα δαχτύλια.

δεματ΄κό (το), είδος χόρτου, συνήθως σίκαλη που είναι ανθεκτική, που το σπέρνουν και το χρησιμοποιούν για να δένουν τα δεμάτια. Το κόβουν χλωρό και το βρέχουν αποβραδίς για να μαλακώσει. Το δέσιμό του γίνεται με μια ιδιαίτερη τεχνική.

δεματ΄κό (το), το σκοινί, αντί για το χόρτο, με το οποίο δένουν τα δεμάτια.

δέγ΄νταν, δεχόταν. Λένε: «Δεν τ΄ς δέγ΄νταν», δηλ. «Δεν τους δεχόταν».

δεμούτζα (η), υφασμάτινο λουρί με το οποίο δένουν τα πόδια της όρνιθας, για να μην απομακρύνεται.

δένω, κάνω μάγια στο γαμπρό για να μη μπορεί να εκτελέσει τα αντρικά του καθήκοντα.

δερμόνα (η), το μεγάλο ξύλινο και δερμάτινο κόσκινο, για το δερμόνισμα σιταριού, βίκου ή άφκου.

δερμόνι η δερμονέλ΄ (το), το μικρό κόσκινο, για τον τραχανά.

δερμονίζω, κοσκινίζω.

δερμόνισμα (το), το κοσκίνισμα.

δέσιμο (το), τα μάγια που δένουν το γαμπρό και του στερούν τη σεξουαλική ικανότητα.

δευτέρωμα (το), το δεύτερο τάισμα των ζώων, το χειμώνα. Από το μσν. ρ. δευτερώνω.

δευτερώνω, ταΐζω τα ζώα για δεύτερη φορά. Το χειμώνα, το πρώτο τάισμα γίνεται το ξημέρωμα και το δευτέρωμα κατά τις 10 π.μ. Το καλοκαίρι τα ζώα βόσκουν έξω μέχρι να σταλίσουν και δεν χρειάζεται δευτέρωμα.

διαλαλ΄τής (ο), ο ντελάλης.

διάργυρος (ο), ο υδράργυρος (ανομοίωση).

διαρμίζω, ταχτοποιώ, συγυρίζω, διαρρυθμίζω.

διαρωτώ, εξετάζω, ερωτώ με λεπτομέρειες.

διάσκατζος (ο), ο δαίμονας, ο διάβολος. Σε αητειά: «Δέσου διάσκατζε, να βρεις το πράμα ποχασα!». Τη λένε αποβραδίς τρεις φορές και δένουν τρεις κόμπους σε μια κλωστή, για να βρουν το πρωί κάτι που χάθηκε μες το σπίτι.

διασκέδασ΄ (η), το γλέντι, το πανηγύρι. Λένε: «Τ΄ς Παναγιάς θα κάνωμ΄ διασκέδασ΄».

διασκέλ΄ (το), το διάσελο.

διασκελιά (η), το μεγάλο βήμα, η δρασκελιά, η ασκελιά .

διάφορο(το), η αντιδικία, το χρέος.

δικαστήρ΄ (το), παιγνίδι το οποίο παίζουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά στις παρέες των Αποσουρτών και της Αποκριάς. Ένας κάνει το δικαστή και τα παιδιά οδηγούνται ένα-ενα σ΄ αυτόν και ομολογούν τις «ανομίες» τους. Στο τέλος τούς επιβάλλεται κάποια χιουμοριστική ποινή (π.χ. να κάνουν τον πετεινό, το γάιδαρο κ.α.).

δικατρεις, δικαπέντε, δικάξ΄, δικοχτώ κ.α., αριθμητικά, στα ρετσπέρικα: «σπέρνει σιτάρι δικόχτω, κριθάρι δικαπέντε, σπέρνει κι ρόβι δικοχτώ, κάτου στου περιγιάλι».

Δικέβρ΄ς (ο), ο μήνας Δεκέμβριος.

δικει, δικ΄να (τοπ. επίρ.), εκεί, εκεί πέρα, προς τα εκεί.

δικέλλι η δ΄κέλλ΄ (το), είδος τσάπας για το σκάψιμο του αμπελιού.

δικράν΄ (το), το διχαλωτό ξύλινο εργαλείο με το οποίο αναποδογυρίζουν τ΄ άχυρα στ΄ αλώνι.

διμουνιάρ΄ς (ο), ο παλαβός, ο δαιμονισμένος. Σε τραγούδι: «τα ματιά σου μί κάνανι λουλό κι διμουνιάρη».

δίμ΄το (το), το πυκνοϋφασμένο ύφασμα.

δίν΄νε χέρ΄ (ιδιωμ.), δίνουν χέρι, είναι ικανοποιητικοί, βοηθούν. Λένε: «για λέγε δα και τ΄ς προίκες να διουμ΄, δίν΄νε χέρ΄;».

διούμι (να), να δούμε (υποτ. αορ.).

δίπλα του φιγγάρ΄ (ιδιωμ.), η ώρα της νύχτας που το φεγγάρι δύει. Λένε: «Δίπλα τού φιγγάρ΄, δίπλα κι ου καπ΄τάνιους».

δίπλες (οι), τα ξύλινα δοκάρια της οροφής.

δισάκι (το), ο διπλός τορβάς .

Διφτέρα (η), η Δευτέρα. Σε τραγούδι: «Τη Διφτέρα το πουρνό εβραζι τον τραχανό».

διχουρτέλα (η), λευκή κατσίκα με μαύρη ράχη. Αρχ. επίθ. δίχρους + υποκ. -έλα.

δ΄κόμ΄, δ΄κόσ΄, δ΄κότ΄, δικό μου, -σου, -του. Κτητική αντων.

δ΄κός η θ΄κός (ο), ο συγγενής, ο δικός. Από το αρχ. ιδικός.

δμάρικο (το), το δίδυμο παιδί ή ζωο.

δμάρ΄ς (ο), ο δίδυμος. Λένε: «Γαμπρός που εναι δμάρ΄ς; Όχι να μη τον πάρ΄ς».

δοιάκ΄ (το), η ρεγουδέλα στο τιμόνι της βάρκας.

δουνά (τοπ. επίρ.), άδω, εδωνά. Λένε: «Για δε δουνά προκοπές!».

δρίμες (οι), οι πρώτες μέρες του Αυγούστου από την 1η μέχρι του Σωτηρος, στις οποίες συνήθως ο καιρός χαλάει.

δρομί (το), μια αγκαλιά θερισμένου σιταριού που σχηματίζεται μετά από 3-4 δρεπανιές. Με τρία δρομιά φτιάχνεται ένα δεμάτι.

δροσά (η), η δροσιά, αλλά και μτφ. η ερωτοτροπία στη φράση: «Δροσά μου θέλατι!».

δροσ΄νός, -ιά, -ό, δροσερός.

δροσό (το), η δροσιά.

δρώγμα (τροπ. επίρ.), ο καιρός που είναι έτοιμος για βροχή.

΄δρωκοπ΄μένος, -η, -ο, ο καταϊδρωμένος.

δυάσμος (ο), ο δυόσμος.

δυκάνη η δ΄κάν΄ (η), ξύλινο εργαλείο του αλωνίσματος. Είναι μια μακρόστενη τάβλα με διαστάσεις 100x50 εκ., η οποία καταλήγει σ΄ ενα καμπυλωτό άκρο για να μη μπουκώνει. Στην κάτω πλευρά έχει τρύπες, στις οποίες σφηνώνουν σκληρές χαλικόπετρες και καθώς τη σέρνουν τα ζώα κομματιάζει τ΄ άχυρα. Η αρχ. τυκάνη (η).

δύνουμι, δύναμαι, μπορώ.

δωδεκάφ΄λλο (το), τοπική ποικιλία πεπονιού, με σφαιρικό σχήμα και κιτρινοπράσινο χρώμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου