Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Β –
βαλσαμάκ΄ (το), αγριόχορτο με κίτρινο ανθος, το οποίο διατηρούσαν σε βάζο με λάδι και έφτιαχναν αλοιφή (βάλσαμο) για τις πληγές.
βαράδ΄ (το), η κυψέλη. Πρβλ. το βυζ. βαράδιν (το): κούφιος κορμός δέντρου που χρησιμεύει ως κυψέλη.
βαρακούω, είμαι βαρύκοος. Συν. κ΄φίζω .
βαρεμένος, -η, -ο, χαζούλης, αγαθός, βλαμμένος.
βάρετα (τα), τα βάρη.
βαρουπατώ, παραπατώ.
βαρουφαίν΄τι (μου), μου κακοφαίνεται.
βασιλ΄κά λίπ΄ (τα), το λίπος στα σπλάχνα του χοίρου, στο οποιο γίνεται σπλαχνομαντεία.
βασκιαίνω, ματιάζω, βασκάνω.
βασ΄λές (ο), ομαδικό, παιδικό παιχνίδι.
βδόμαδος (ο), η εβδομάδα στη φράση: «Ήρθ΄ ο Τέταρτος; Έφυγ΄ ο βδόμαδος».
βελόνα (η), το καρφί.
βελονάκι (το), το μικρό λεπτό καρφί. Συν. καρφούδ΄.
βελόνι (το), το λεπτό κοντό χορτάρι, που μοιάζει με καρφάκι (βελόνι). Λένε: «Εχασ΄ τα βελόνιατ΄!», για το μικρό αρνάκι, που ακόμα δεν εχει καταφέρει νά μάθει να τρώει χορτάρι.
βεργί (το), η βεργούλα, το μικρό ραβδί.
βερτσών΄ ή βιρτσών΄ (το), το σπουργίτι.
βήχαρος (ο), ο δυνατός, έντονος βήχας. Λένε την ευχή σε κάποιον που βήχει: «Όι ντε βήχαρος!».
βιγλαρίζω ή βιγλίζω, βλέπω, παρατηρώ.
βιγλί (το), το παρατηρητήριο, η βίγλα.
βιδιάζει, σταματά η βροχή. Συνήθως στον αόρ. βίδιασε.
βικιά (η), η θημωνιά θερισμένου βίκου.
βίκος (ο), κτηνοτροφικό φυτό. Καλλιεργειται γιά ζωοτροφή.
βίνα (η), βράχος που ογκώνεται σ΄ ένα χωράφι ή στό δρόμο.
β΄κέντρι ή β΄κέτιρ (το), η βουκέντρα. Καί φκέντρι.
βλησκούνι (το), το φλισκούνι, η μέντα.
βλογιέμι, παντρεύομαι, στεφανώνομαι.
β΄λόσυρους ή βωλόσυρας (ο), ξύλινο γεωργικό εργαλειο, είδος σβάρνας, σε σχημα μακρόστενης σανίδας (2x0,20 μ. περίπου), το οποίο δένουν πίσω από τα βόδια και ισοπεδώνουν τούς σβώλους στά χωράφια που προορίζονται γι΄ αργασές
β΄λουσέρνω, ισοπεδώνω το χωράφι με το β΄λόσυρο.
β΄νιά (η), ο σωρός της κοπριάς, η σβουνιά. Από τις λ. βουνία < βοωνία < αρχ. βοών (στάβλος βοδιών).
β΄νό ή β΄νάρ΄ (το), ο λόφος, το βουνό, το ύψωμα. Σέ δίστιχο: «Πα στο μύλου, πα στο β΄νάρ΄, θα το φαμι το πετ΄νάρ΄».
βογίζω, βοώ, βουίζω. Λένε: «Όταν βογίζ΄ η θάλασσα, εχ΄ κακουσύν».
βοδόπουτσα (η), το δέρμα του γεννητικού οργάνου του βοδιού, με το οποίο φτιάχνουν το κουρμπάτσ΄.
βολάνες (οι), είδος ζυμαρικού με κουφώματα, οι μακαρούνες.
βολ΄κά (τροπ. επίρ.), ευνοϊκά, βολικά.
βόλτα (η), ο απογευματινός ή βραδινός περίπατος που γίνεται συνήθως σε συγκεκριμένο σημείο του χωριού και συνδυάζεται με νυφοπάζαρο. Λένε: «Θα πάμι στη βόλτα».
βό(ν)τενα (η), ποικιλία πράσινου μακρόστενου πεπονιού, που διατηρείται μέχρι τα Χριστούγεννα χωρίς να σαπίζει.
βουδόξ΄λα (τα), καύσιμη ύλη από κοπριά βοδιών.
βούντζαρος (ο), μεγεθυντικό παρωνύμιο, ο έχων μεγάλο πέος.
βούρβουλας (ο), η βρωμερή λάσπη, η ακαθαρσία. Αίνιγμα: «Ανάμεσα σί δυό β΄νά βούρβουλας κατρακυλα», αρχ. βόρβορος.
βούργια (η), δερμάτινος σάκος που βάζουν τρόφιμα. Λένε: «Μέσ΄ τη βούργιαμ΄ σ΄ είχα;», όταν κάποιος μαντέψει ένα μυστικό.
βούριαδος (ο), ο βοριάς.
βουρκώνουμι, δακρύζω.
βουρλίδα (η) και βουρλίδι (το), η κοτσίδα, το κοτσιδάκι στα μαλλιά.
βουρ΄νός (ο), ο βορινός.
βουτ΄μένος, -η, -ο, βουτηγμένος.
βρακάκι (το), η στενή πάνινη λουρίδα με την οποία περιδένουν το νεογέννητο αγοράκι στ΄ αχαμνά.
βρακανίδα (η), βρώσιμο αγριόχορτο. Τρώγεται και ωμό και βρασμένο.
βρακοζώνα (η), η ζώνη, η λουρίδα.
βρακοθηλιά (η), η ζώνη της βράκας. Λένε: «πέντι χιλιάδις κόνιδες εχ΄ η βρακοθηλιάμ΄».
βράσ΄ (η), η ζέστη.
βραχιόλι (το), σιδερένιος δακτύλιος που ενώνει το μπόλι με τη γούλα στ΄ αλέτρι.
βρετίκια (τα), τα εύρετρα.
βρέτουνι (ρ. προστ.), βρέσ΄ τον, βρέσ΄ το.
βρισκάμενο (το), ό,τι βρίσκεται, συνήθως γιά το φαΐ. Λένε στον απρόσμενο μουσαφίρη: «Κάτσ΄ να φαμ΄ το βρισκάμενου!»
βρονζίκι ή βρουζίκι (το), ύφασμα για εσώρουχα.
βροχοκούκια ή βρεχτοκούκια (τα), κουκιά μουσκεμένα στο νερό αποβραδίς για να φαγωθούν την επόμενη μέρα. Συνηθίζονται την Καθαρή Δευτέρα και τη Μεγ. Παρασκευή.
βρωμόμυγα (η), η μύγα που πάει στις ακαθαρσίες, στα κόπρανα.
βρωμούσα (η), ανεπιθύμητο αγριόχορτο, που φυτρώνει στις αργασές και τις πνίγει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου