Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Ο)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Ο -

ογρός, -ή, -ό, ο βρεγμένος, ο υγρός, ο μουσκεμένος.

όκια (τα), οι τρύπες στα πλαϊνά της πλώρης των καϊκιών, από τις οποίες κρέμονται οι άγκυρες.

ολόγαλο (το), το βυζανιάρικο αρνί, του γάλακτος.

ολόμαυρος, φωτιοκαμένος, -η, -ο, δύστυχος. Λένε: «Ε, τ΄ ολόμαυρο, ε του φωτιοκαμένου!».

ολονυχτιά (η), η ολονυχτία στο ναό την παραμονή μεγάλης γιορτής.

ολόφεγγο (το), η πανσέληνος.

οξ΄ από λόγου μας! (ιδιωμ.), μακριά από μας!

όξου, έξω.

όρθιο το φιγγάρ΄ (ιδιωμ.), η ώρα της νύχτας που το φεγγάρι είναι ακόμα ψηλά στον ουρανό. Λένε: «Όρθιο το φιγγάρ΄, όρθιος κι ου καπ΄τάνιους».

όρνιθα (η), η μικροκαμωμένη κότα.

ορνιθίτ΄κος, -η, -ο: ο σχετικός με την όρνιθα. Π.χ. το ορνιθίτ΄κο αυγό.

ορνιθόκολος (ο), το σπυρί, η καντήλα που βγαίνει στο εξωτερικό μέρος του χεριού, η μυρμηγκιά. Πιστεύουν ότι τον βγάζει οποίος βάλει το χέρι του εκεί που τρώνε οι κότες.

ορνιθοκούμασο (το), το κοτέτσι για τις όρνιθες.

ορνιθόψειρα ή κοτόψειρα (η), η ψείρα που κολλάει ο άνθρωπος από τις όρνιθες.

ορνός (ο), το αγριόσυκο, το σύκο του αρσενικού συκόδενδρου.

Ορσοπούλ΄ (το), το χωριό Ρουσσοπούλι.

Ορσουπ΄λιανός, -ή, -ό, ο Ρουσσοπουλιανός, ο κάτοικος του χωριού Ρουσσοπούλι.

οσοπ΄να (χρον. σύνδ.), μέχρι να, ώσπου.

ου, γη, το (άρθρα), ο, η, το. Πληθ. γοι (αρσ. και θηλ.), τα.

ουλιά (η), το κατακάθι του καφέ.

ούλου (χρον. σύνδ.), συνεχώς, όλο.

ουριακός, -ή, -ό, το συνοριακό, το ακραίο σημείο γης (χωράφι, αμπέλι κ.λπ.).

ουστ! (επιφ.), από το τουρκ. ost!

όχιντρα (η), η οχιά.

όψμα (χρον. επίρ.), όψιμα, πολύ αργά.

Γλωσσάρι Λήμνου (Ξ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Ξ -

ξαγουράζω, εξαγοράζω.

ξαγουρασμός (ο), η εξαγορά.

ξαγωγεύουμι, εξοικονομώ.

ξαδειάζω, ξεμπερδεύω, ευκαιρώ, ελευθερώνομαι από τις δουλειές.

ξαδιάντρουπος, -η, -ο, άνθρωπος χωρίς ντροπή.

ξαίνω, γδέρνω, ξύνω με δύναμη. Και μεταφορικά στη φράση: «Μας έξαν΄ ο αγέρας!».

ξαπολ΄τός, -ή, -ό, ο ελεύθερος, χωρίς δεσμά. Κυρίως για τα ζώα.

ξαπουδός (ο), ο σατανάς, ο έξω από δω.

ξάρτ΄ (το), το εξάρτημα.

ξαστέρι (το), η ξαστεριά.

ξέγδαρμα (το), το γδάρσιμο, η εκδορά.

ξεγλίστρα (η), το γλίστρημα, η γλίστρα.

ξεκατινιάζουμι, με πόνα η πλάτη μου από την υπερβολική κούραση.

ξεκατουριέμι, είμαι έτοιμος να κατουρηθώ, δεν κρατιέμαι.

ξεκλώναρο (το), το μακρύ άκαρπο κλωνάρι του αμπελιού.

ξελακκίζω, ανοίγω λάκκο γύρω από τη ρίζα.

ξελακκώνω, χαλάω την ηρεμία των προβάτων που βόσκουν, μ΄ αποτέλεσμα να φεύγουν από τη θέση τους και να σκορπίζουν ανήσυχα.

ξεμαυλίζω, ξελογιάζω.

ξεμοσχουλδίζω, ξεμασχαλιάζω, κόβω κάτι, π.χ. ένα κλαδί, από τη μασχάλη.

ξεμπελωνιάζω, βγάζω την κλωστή η την αρμαθιά απ΄ τη βελόνα.

ξεμπορτ(σ)λεύουμι, ξεχρεώνομαι, ξεπληρώνω το χρέος μου.

ξενυχτίζω, ξενχτώ, διανυκτερεύω, ξενυχτώ.

ξεπαλουκώνω, -ουμι, ξεκαρφώνω απ΄ το χώμα το παλούκι, οπού έχω δέσει το ζώο. Λένε: «Ξεπαλουκώθ΄κεν ου γάδαρους».

ξεπαπαδιάζω, νεροβρακιάζω, μπαμπακιάζω: μουλιάζω.

ξεπαρατώνω, ξεπαρατώνουμι: ξεκλειδώνω, ξεκλειδώνομαι.

ξερατό (το), ο εμετός.

ξέρα (η), η άμπωτη.

ξεροβοριαδέλ΄ (το), το σιγανό βοριαδάκι.

ξεροκαίρ΄ (το), το καλοκαίρι, η εποχή της ξηρασίας.

ξεροτρόχαλος, -η. -ο, η ξερολιθιά.

ξεροφάι (το), το στεγνό φαγητό, π.χ. ψωμοτύρι.

ξερτώνω, ετοιμάζομαι.

ξερωγίζω, διαλέγω τις ρώγες απ΄ το τσαμπί.

ξέσασμα (το), η περιποίηση των ζώων (τάισμα, πότισμα κ.λπ.).

ξεσταχυάζω, βγάζω στάχυ.

ξεστχίζω, απολύομαι. Λένε: «Τον ξεστοίχσε», δηλ. «Τον απέλυσε».

ξεσύρουμι, διώχνομαι, κυνηγιέμαι, απομακρύνομαι βίαια, από τον τόπο της διαμονής μου.

ξετραφίζω, περιποιούμαι το χωράφι.

ξετράφισμα (το), η περιποίηση, το καθάρισμα, η καλλιέργεια του χωραφιού.

ξεφαίνουμι, φανερώνομαι. Συνηθίζεται και η προστακτική «ξανέφανι!» δηλ. «ξεφανερώσου».

ξεφαντωσύνη (η), το γλέντι, το ξεφάντωμα.

ξεφέγνω, ξεφεύγω.

ξεφλακώνω, αποφυλακίζω, απελευθερώνω.

ξέφραγος, -η, -ο, άφρακτος, χωρίς φράκτη, ελεύθερος.

ξεφτέργια (τα), τα εξαπτέρυγα.

ξεχνουτίζω, κόβω τις στενές σχέσεις, τα πολλά-πολλά, απομακρύνομαι.

ξέχωρα (τροπ. επίρ.), χωριστά, χώρια.

ξηρονομή (η), το ξερό χορτάρι που απομένει στα χωράφια για να βοσκήσουν τα ζώα.

ξηροχρονιά (η), η άνυδρη χρονιά, με λίγες βροχές.

ξιγκλιάζω, ξεκοιλιάζω το σφαγμένο ζώο, του βγάζω τα εντόσθια.

ξίκης (ο), ο απατεώνας, αυτός που πουλά ξίκικα.

ξίκικος, ο λειψός, ο λιπόβαρος.

ξικλουσσώ, σταματώ το κλώσσημα. Εμποδίζω την κότα να κλωσήσει.

ξιουκαμένο, στιουκαμένο! ξεκουμπίδια! Βρισιά με την οποία διώχνουν τα ανεπιθύμητα ζώα, αλλά συχνά και τα παιδιά.

ξιρτουλόγια (τα), τα εξαρτήματα, τα απαραίτητα σε κάποια εργασία, τέχνη, χώρο.

ξισάσου (ρ. υποτ. αορ.), να περιποιηθώ τα ζώα, να τα ταΐσω, ποτίσω κ.λπ. Λένε: «Έχου να ξισάσου τα ζα».

ξίφτω, λάμπω, αστράφτω από καθαριότητα. Λένε: «Ξίφτ΄ς σήμερα».

ξλένιος, -α, -ο, ο ξύλινος.

ξλογαδούρα (η), το ξύλινο φορείο για το κουβάλημα διαφόρων υλικών: άμμου, ξύλων, πέτρας κ.λπ.

ξλοκόπος (ο), το μικρό τσεκούρι για το κόψιμο λιανών ξύλων, όπως θυμάρια, πουρνάρια.

ξνός, αξνός, -ή, -ό, ο ξινός.

ξόγανο (το), το ξόανο, ο άσχημος άνθρωπος. Λένε: «Σα ξόγανου γίνηκες».

ξουμπλωτός, ζουμπλωτός, -ή, -ό, ο σχεδιασμένος: το ξουμπλωτό πιάτο.

ξούρ’, κσούρ΄ (το), το κουσούρι, το ελάττωμα.

ξύγγλα (η), σιδερένιο ραβδί με το οποίο τεντώνουν το ύφασμα για να μη τσαλακώνει.

ξύλα (τα), η καύσιμη υλη γενικά, δηλ. θάμνοι, χορτάρια, φρύγανα κ.α. Και ως δεύτερο συνθετικό: βουδόξ΄λα, σαμόξ΄λα.

ξυλάγγουρο, ξλάγγουρο (το), ποικιλία αγουρωπού μικροσκοπικού πεπονιού.

ξυλόχτενο, ξλόχτενο (το), απαραίτητο για την ύφανση εξάρτημα του αργαλειού.

ξυπάζουμι, ξαφνιάζομαι, τρομάζω.

ξυσά (η), η φαγούρα.

ξυστρί (το), εργαλείο με το οποίο αποξέουν τα υπολείμματα της ζύμης από την σκάφη του ζυμώματος.

Ξώλαμπρα (τα), η Λαμπροβδομάδα.

ξωμερ΄νούδα, ξωμερ΄νή (η), η ξενομερίτισσα, η ξενόφερτη. Και ως βρισιά με τη σημασία: διαολοκόριτσο, κόρη του έξω από δω.

ξωξυλιάζω, κοκαλιάζω, μένω άκαμπτος, ακίνητος από φόβο, έκπληξη.

ξωπάνες (οι), δύο πανιά, ένα τριγωνικό και ένα μακρόστενο, με τα οποία παλιότερα φάσκιωναν τα βρέφη.

ξωτικιά ή ξωτική (η), η νεράιδα, το ξωτικό, το στ΄χειό.

ξωτικιές (οι), οι καλικάντζαροι.

Γλωσσάρι Λήμνου (Ν)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Ν -

να (αριθμ.), ένα.

νε, αρνητικό μόριο: «το φσώ, νε να σβήσ!», δηλ. «το φυσάω, αλλά δε σβήνει» ή «νε να φύγ!», δηλ. «πού να φύγει! - δεν έφευγε με τίποτα».

Νέβρης (ο), ο μήνας Νοέμβριος.

νεκρός (ο), ο σωρός του αλωνισμένου καρπού, που έχει συγκεντρωθεί για λίχνισμα: «Πάμ΄ να σ΄κώσουμ΄ το νεκρό», δηλ. «Πάμε να λιχνίσουμε».

νεντουρλώνουμι, ανυψώνομαι.

νεράγγουρο (το), το ποτιστικό αγγούρι.

νερλός, -ή, -ό, νερουλός: το νερ΄λό φαγί.

νεροβρακιάζω, μπαμπακιάζω, ξεπαπαδιάζω, μουλιάζω.

νεροβράκιασμα (το), το μπαμπάκιασμα των χεριών.

νεροκβάνμα (το), το κουβάλημα του νερού από τη βρύση η το πηγάδι.

νεροκολόκυθο (το), το ποτιστικό πράσινο κολοκυθάκι.

νεροφαϊδέλα, νεροφαγίδα (η), το μικρό ποταμάκι, το ρυάκι.

νεροφίδα (η), το νερόφιδο.

νεροφλήσκουνο (το), άγριο βότανο ειδικό για τούς ρευματισμούς.

νι (το), το σιδερένιο υνί, το οποίο ρίχνει το χώμα και προς τις δύο πλευρές, σε αντίθεση με το πουλούκι, που το ρίχνει μονόπατα.

νιάζω, ζευγαρίζω το χωράφι για πρώτη φορά, για να μαλακώσει το σκληρό χώμα.

νιάμα, νιάσιμο (το), το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο όργωμα, το φρεσκοοργωμένο χωράφι.

νιάμιρα (τα), τα εννιάμερα από το θάνατο: τα Νιάμιρα τ΄ς Παναγιάς (23 Αυγ.).

Νίμπριος, Νιμπριώτης, Νιμπριωτέλλης (ο), ο Ιμβριώτης, ο Ίμβριος.

Νίμπρος (η), η Ίμβρος.

νιωτής (ο), ο προαισθανόμενος τον κίνδυνο.

νογώ, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.

νόησα (ρ. αορ.), έζησα, πρόλαβα, θυμήθηκα κάτι παλιό: «Το νόησα».

νοματίζω, ονομάζω, φανερώνω.

νοστ΄μεύουμι, δοκιμάζω το φαγητό.

νουμάτ΄ (οι), τα άτομα, τα πρόσωπα.

νουμπέτ΄ (το), το ρουσφέτι, η χάρη.

νούντρια (τα), το ξύλινο εξάρτημα του αλετριού με το οποίο στερεώνεται το μπόλι στο ζ΄γόλερο.

νσούδ΄ (το), το νησάκι, το ξερονήσι.

νταβρανάς (ο), ο σωματώδης.

νταγιαντώ, αντέχω.

ντάκος (ο), ο ξύλινος ορθοστάτης ο οποίος στηρίζει τη στέγη, όπως ο μπαμπάς), με τη διαφορά ότι φέρει ένα ξύλινο κιονόκρανο στην κορυφή του. Επίσης το χοντρό ξύλο στο οποίο κομματιάζουν το κρέας.

νταλαβέρ΄ (το), η δοσοληψία, η απασχόληση.

νταλαβερίζουμι, ασχολούμαι, έχω δοσοληψίες, έχω πάρε-δωσε με κάποιον η κάτι.

νταμλάς (ο), ο διαβολεμένος, ο καταραμένος: «Φύγε ρε νταμλά!». Πρώτο συνθετικό σε υβριστικές λέξεις: νταμλογάδαρε, νταμλόσπερμα, νταμλόγατα.

νταννάς (ο), ο ζημιάρης.

νταντανιάζω, κοκκινίζω, φουσκώνω, σκάω απ΄ το κλάμα ή το φαΐ: «Το ντάντανο έφαγες;»

νταντέλα και ντυμένος (ιδιωμ.), ειρωνικά ο μπατίρης, ο άφραγκος, ο φτωχός.

νταντλιάζω, νερουλιάζω.

νταρντάκα (η), η τσαρδάκα.

ντάχρι-ντάχρι (επιφ.), νάνι-νάνι. Ταχτάρισμα, νανούρισμα.

ντέβουμι, βολεύομαι, διαμένω. Αόρ. ντέφτηκα. Λένε: «Ντεβόμαστι στον Κορακά» δηλ. «Μένουμε στον Κορακά» (βουνό της Λήμνου) ή «Τούτ΄ το φστάν πουλύ το ντέφτηκα» δηλ. «Αυτό το φουστάνι πολύ μου ταίριαξε, με βόλεψε».

ντέβρι (τοπ. επίρ.), γύρα, γύρω. Λένε: «Ντέβρι θα πάρου τα β΄νά».

ντελής (ο), ο τρελός, ο παλαβός.

ντεμίρι (το), το σιδερένιο εξάρτημα που συνδέει το αλετρόχερ με τη γούλα.

ντέμλερ΄ς (ο), ο κοντός, ο μικροκαμωμένος.

ντόλι (το), ο εντολοδόχος, ο μεταπωλητής, το βαποράκι.

ντολμάς (ο), ο πολύ παχύς.

ντούγα, ντόγα (η), σανίδα βαρελιού.

ντουγραντίζω, κομματιάζω την τροφή (κρέας, ψωμί κ.α.).

ντουζένια (τα), τα απαραίτητα εξαρτήματα του αργαλειού και γενικά κάποιας τέχνης.

ντούλος (ο), ο χήρος.

ντούμπλα, διπλός. Σε νυφικό τραγούδι: «Νύφη μας ντούμπλα μάλαμα».

ντουρούκ΄ (το), είδος μεγάλου ψαριού σαν την παλαμίδα.

ντουσντίζω, προθυμοποιούμαι, κάνω κάτι με όρεξη: «Ντούσντ΄σα στο χουρό!» δηλ. «Χόρεψα με την καρδιά μου!».

ντ΄πανάβατο, λ΄πανάβατο (το), το άζυμο ψωμί, το οποίο δεν φούσκωσε.

νυπνοφάς (ο), ο υπναράς. Επίσης, είδος πτηνού που δίνει την εντύπωση ότι συνεχώς κοιμάται.

νυφιάδα (η), άσπρο αγριολούλουδο.

νυφ΄κάτο τραγούδι (το), τραγούδι του γάμου (σε ρυθμό 2/4), το οποίο τραγουδιέται όταν ο γαμπρός με τη συνοδεία του φτάσει στο σπίτι της νύφης. Αρχίζει με τούς στίχους: «Φέραν τα καλορίζικα επάνω στο πανέρι, γαμπρός σας εν΄ που ταστειλε στο γκαρδιακό σας ταίρι».

νυφ΄κάτος χορός (ο), χορός του γάμου αφιερωμένος στη νύφη.

νυχάκι (το), το αητονύχι, ποικιλία λευκού σταφυλιού.

νυχτέρ΄ (το), η βραδινή μάζωξη των γυναικών το χειμώνα, για να παρακάνουν.

ν΄φουπάζαρου (το), το νυφοπάζαρο. Ο απογευματινός περίπατος, στον οποίο συναντιούνται οι νέοι που γαμπρίζ΄νε με τις κοπέλες..

ν΄φουστόλ΄ (το), το στόλισμα της νύφης πριν το γάμο.

ν΄χάς (ο), ο βαρύς χειμώνας που μελανιάζει τα νύχια.