Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Ζ -
ζαβλακουμένους, -η, -ου, άρρωστος, αδιάθετος, κακόκεφος.
ζαβλακώνουμι, συνήθως στον αόρ. ζαβλακώθ΄κα: αδιαθέτησα.
ζαβράκ΄ (το), η επίπληξη.
ζάγδαρος (ο), παρωνύμιο, ο ασήμαντος, ο περιφρονημένος, αλλά ταυτόχρονα κακός και μανιακός.
ζαΐφτι (το), η αδιαθεσία.
ζαμπαράς (ο), ο γυναικάς.
ζαμπίτης (ο), ο βαθμοφόρος, ο αξιωματικός, ο χωροφύλακας.
ζαμπούνης, ζαμπουνιασμένος (ο), ο ασθενής, ο άρρωστος.
ζ΄γόλουρο (το) ή ζ΄γόλερος (ο), το πετσί από δέρμα βοδιού που συνδέει τα νούντρια με το μπόλι και το ζυγό.
ζ΄γουλερ΄κά (τα), τα απαιτούμενα του κεχαγιά για το όργωμα, (βόδια, αλέτρι, β΄κέντρι, δ΄κάν΄, δικράν΄, δερμόνα, π΄νάκ΄).
ζ΄γώνου, πλησιάζω, ζυγώνω.
ζεμπίλα (η), το ζεμπίλι.
ζεστό (το), το μικρό ψωμί (3ΟΟ-4ΟΟ δράμια) που δίνεται ως αμοιβή στη φουρνάρισσα ή στην ιδιοκτήτρια του φούρνου, από τις άλλες γυναίκες. Επίσης το σφραγισμένο ψωμί (πρόσφορο) που πηγαίνουν στην εκκλησία το πρωί του Μ. Σαββάτου μαζί με το μεριδοχάρτι . Αφού διαβαστεί το μοιράζουν στο εκκλησίασμα.
ζευγαρίζω, οργώνω με ζευγάρι βοδιών.
ζευγιά (η), το μεγάλο σκοινί με το οποίο δένουν την αγελάδα για να τη ζέψουν.
ζεύλα (η), το καμπυλωτό ξύλο η σίδερο που μπαίνει γύρω από το λαιμό του ζεμένου βοδιού.
ζήσεις χρονίσεις (ιδιωμ.), ευχή που λέγεται πάνω στην κουβέντα.
ζιαφέ(ν)τ΄ (το), το γλέντι, η διασκέδαση.
ζιγκούνι ή ζ΄γκούν΄ (το), το πνευμόνι του σφαχτού.
ζ΄λιάρ΄ς, ζ΄λιάρα, ζ΄λιάρ΄κο, ζηλιάρης.
ζ΄λω, ζουλώ.
ζ΄μάρ΄ (το), το ζυμάρι. Λένε την παροιμία: «Το ζ΄μάρ΄, ζ΄μάρ΄ κι η σκάφ΄, σκάφ΄». Επίσης, το επίθ. ζ΄μαρένιος, -ια, -ο.
ζμιρκό (το), είδος σούπας με ζυμαρικά. Επίσης είδος αλευρόπιτας.
ζμπεθερκάτος (ο), τοπικός χορός που χορεύεται σε γάμους ή αρραβώνες, από τούς νιόγαμπρους και τα πεθερικά.
ζ΄νάρ΄ (το), το ζωνάρι.
ζνίχ΄ (το), ο σβέρκος, ο λαιμός του σφαχτού.
ζο (το), το ζωο. Πληθ. τα ζα.
ζούλια (η), η ζήλεια.
ζουμπλωτός, -ή, -ό, ο σχεδιασμένος με πολλά σχέδια. Π.χ. «η ζουμπλωτή καρπέτα».
ζουρλαμάς (ο), ζουρλάντισμα (το), το απότομο οδυνηρό χτύπημα η διάστρεμμα. Ο δυνατός πόνος.
ζουρμπάς (ο), ο ταραξίας, ο εκβιαστής, υβριστική προσφώνηση.
ζουρνάς (ο), η μύτη του γουρουνιού. Στα χοιροσφάγια την κρεμούν σ΄ ένα δέντρο και τη δίνουν περιπαιχτικά σ΄ όποιον θέλουν να κοροϊδέψουν.
ζόχος (ο), ο ζοχός, βρώσιμο αγριόχορτο.
ζπνιάζω, παρακινώ έντονα με φωνές κάποιον, να βιαστεί, να συντομεύει.
στο ζύγι (ιδιωμ.), έχω κάτι απούλητο. Σε τραγούδι: «πόχου τα πρόβατ΄ άκουρα κι του τυρί στου ζύγ΄».
ζύγιασ΄ ου γήλιους (ιδιωμ.), μεσημέριασε
Ζυγός (ο), ονομασία αστερισμού που εμφανίζεται στα τέλη Ιουλίου κοντά στην Πούλια. Αποτελείται από έξι αστέρια, που βρίσκονται ανά τρία σε μία ευθεία, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα κεφαλαίο Λάμδα. Συν. Πήχεις . Επίσης Τρία Αστέρια: ονομασία του μισού αστερισμού.
ζυγός ή ζ΄γός (ο), το ξύλο με το οποίο ζεύονται τα βόδια.
ζυγός ή ζ΄γός (ο), ξύλινο εξάρτημα του ανεμόμυλου, στο οποίο «ζευόταν» η ρόκα .
ζυγούρι ή ζ΄γούρ΄ (το), το αρνί μέχρι 6-7 μηνών.
ζωνή (η), μαύρη κατσίκα με μία λεύκη λωρίδα (ζωνάρι) στη μέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου