Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Αν-Απ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
-Α-
(συνέχεια)

αναγαλιά (η), η ελλειψη γάλακτος, η περίοδος χαμηλης παραγωγης γάλακτος.

αναγέλασμα (το), ο εμπαιγμός, η κοροϊδία.

αναγελω, εμπαίζω, κοροϊδεύω

ανακούρκουδα (τροπ. επίρ.), τρόπος καθίσματος πάνω στά λυγισμένα πόδια, οκλαδόν

αναμαρκιέμι η αναμαρκίζω η ανεμοχαράζω, ξαναμασω τήν τροφή, μηρυκάζω. Λένε: «τά πρόβατα αναμαρκιέντεν».

ανανίδα (η), πράσινο, μαλακό, θαμνωδες αγριάγκαθο, τροφή των προβάτων.

αναπαπαρδώνουμι, υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κοκορεύομαι.

άναυλα (τροπ. επίρ.), τσάμπα, ταξίδι χωρίς εισητήριο.

ανδραγίδα (η), ψηλό αγριόχορτο με κίτρινο αγκαθωτό ανθος και πολύ οδυνηρό τσίμπημα.

ανεβαστό (το), παιγνίδι της τράπουλας με 24 φύλλα. Συν. μπούμ (βλ.λ.).

ανεβρώ, αναβλύζω νερό, πηγάζω.

ανεγούλα (η), το μάλωμα, ο καυγάς. Συν. τσουμχούρ΄ (βλ.λ.). Λένε: «θά ΄χουμ΄ ανεγούλες κι τσουμχούρια!». Επίσης η ναυτία.

ανεδόχι (το), το φόρεμα η υφασμα που δωρίζει ο νονός (ανάδοχος) στη μητέρα του μωρου μετά τή βάφτιση.

ανεθίβουλο (το), το προικοσύμφωνο, το στεφανοχάρτι, το συμφωνητικό.

ανελω, αραιώνω τή ζύμη με νερό.

ανεμολάτης (ο), είδος αρπακτικου πτηνου, συγγενές του γερακιού.

ανεπ΄λουμι, απειλω, φοβερίζω. Αόρ. ανεπείλ΄σα. Λένε: «Ουλου κι μ΄ ανεπ΄λουνταν

ανοισφαλίζω, ανοιγοκλείνω. Σέ δίστιχο τραγούδι: «Τά κόκκινα χειλάκια σου σάν τά ανοισφαλίζεις».

ανοστιά (η), η ασχημη γεύση.

αντάρα (η), η ομίχλη.

αντένα (η), το ξύλινο δοκάρι στό οποίο στηρίζονται τά μ΄λουπάνια καθώς και μέτρο υπολογισμού του ποσοστού ιδιοκτησίας σ΄ ενα μύλο. Οι ανεμόμυλοι της Λήμνου ειχαν 12 αντένες, έτσι αν κάποιος είχε «εξ αντένες» κατειχε το ½ του μύλου και το δικαίωμα να τον δουλεύει έξι μήνες το χρόνο.

αντέτ΄ (το), η συνήθεια, οι τρόποι, το εθιμο.

αντζουρα (η) η αντζουρας (ο), το χαμηλό πέτρινο περίγραμμα του αλωνιού, που συγκρατει τις καλαμιές μέσα στο αλώνι, κατά τή διάρκεια του αλωνίσματος. Πρβλ. το αρχ. άνδηρον (= ανάχωμα).

αντήλιο (το), η προφύλαξη από τόν ηλιο. Λένε: «βάλε το χέρι σου αντήλιο».

αντήλιος (ο), το ηλιοτρόπιο, αλλά και ο ηλιόσπορος.

αντί (το), το ξύλο οπου τυλίγεται το νημα της υφανσης στόν αργαλειό (αρχ. αντίον).

αντίγαμος (ο), το αντικέρασμα του κουμπάρου προς τους δύο συμπεθέρους, που γίνεται μία η δύο εβδομάδες μετά το γάμο.

αντιγών΄ (το), ο ακρογωνιαιος λίθος του σπιτιου η γενικά κάποιου κτίσματος. Συν. τιρσέκ΄ (βλ.λ.).

αντίμερο (το), η επόμενη μέρα, η αυριανή. Ο Γ. Μέγας αναφέρει οτι αντίμερο ονομάζουν επί ένα χρόνο την ημέρα της εβδομάδος που θα συμπέσει με του Αη Γιαννιού του Παραξεσμού (βλ.λ.) στις 29 Αυγούστου. Η μέρα αυτή θεωρείται γρουσούζικη. Στο αντίμερο αποφεύγουν ν΄ αρχίσουν δουλειά (θέρισμα, τρύγο) για ένα έτος, μέχρι τον ερχομό του νέου αντίμερου.

αντραγάνοι (οι), εδάφη που αποτελούνται από επάλληλες πέτρινες πλάκες. Θέλουν πολύ νερό για να μαλακώσουν, έτσι αν δεν βρέξει μένουν σκληρά και δεν μπορούν να τα οργώσουν και να τα σπείρουν.

αντριβόλ΄ (το) η αντρίβολος (ο), σφαιρικό, άγριο αγκαθάκι, που τρυπώνει εύκολα μέσα στο παπούτσι.

αξάτα η αξάτη (η), ανυψωμένη προεξοχή από πέτρες η λάσπη, χαρακτηριστική κατασκευή στά παλιά αγροτικά σπίτια της Λήμνου. Φτιαχνόταν στην πρόσοψη και από κάτω ειχε κενό χωρο γιά τά ζωα.

αξέταχτα (τροπ. επίρ.), ανεξακρίβωτα.

αξετράφ΄στος (ο), ο απεριποίητος τράφος

αξόν΄ (το), ο ξύλινος οριζόντιος αξονας, οπου στηρίζονται οι αντένες του ανεμόμυλου.

απαλωνιά (η), η περιοχή γύρω από το αλώνι

απεφαγούδια η απουφαγάκια (τά), τ΄ αποφάγια. Στά ρετσπέρικα (βλ.λ.) λένε: «μόν΄ θέρ΄σα κι αλώνισα ουλα τ΄ απεφαγούδια».

απήγανος (ο), κοντό αγριόχορτο σάν στάχυ, που φυτρώνει το καλοκαίρι. Λένε τήν ευχή: «ξορκίσμενος νά ΄σαι με τόν απήγανο», ίσως επειδή συνηθίζουν νά καινε τά μάγια (π.χ. τρίχες μαλλιων) γιά νά χαθουν και ως προσάναμμα χρησιμοποίουν ξερό απήγανο. Συν. αχούνουπος .

απ΄κάζω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.

από καιρού (χρον. επίρ.), μετά από πολύ καιρό. Λένε: «από καιρού σάν ερθουμε», δηλ. «μετά από πολύ καιρό, οταν ξανάρθουμε».

αποδέλ΄πα (τά), τα υπόλοιπα. Από τίς λ. από + δελοιπός (μσν. αντων. από τη φράση: οι δέ λοιποί). Λένε στο γονιό, που πάντρεψε ένα παιδί του αλλά έχει και αλλα λεύτερα, την ευχή: «Και στ΄ αποδέλ΄πασ΄!».

αποδιαλεγούδια (τα), αά περισσεύματα, της διαλογής.

αποζ΄μώνω, τελειώνω το ζύμωμα. Σε τραγούδι του γάμου: «ζυμώσαμ΄ κι αποζ΄μώσαμε κι τώρα τελειώσαμε».

αποκομμένο (το), το αρνί που πέκοψε (βλ.λ.) και δεν βυζαίνει.

αποκουσκινίδια (τά), τά περισσεύματα από το κοσκίνισμα.

απολοριάνει (ρ. υποτ. αορ.), όταν βγάζουν και ξαναβάζουν το φαγητό στη φωτιά, τότε απολοριάνει, δηλ. δεν βράζει.

απολούσματα (τα), τα υπολείματα από το νερό του λουσίματος.

απόμαυρίζω, μαυρίζω υπερβολικά από τον ηλιο, παραμαυρίζω. Συνήθως λένε για τους μελαχροινούς: «Τον απομαύρισ΄ ου γήλιους».

αποσουρτή ή αποσορτή ή αποσυρτή (η), κρέας από το μπροστινό μέρος της κοιλιάς του χοίρου. Στα χοιροσφάγια (26 Δεκεμβρίου) το κόβουν πρώτο στε να βγάλουν μετά τα εντόσθια του ζώου) και το τρώνε το ίδιο βράδυ, βραστό με σέλινο, διασκεδάζοντας σε παρέες. Οι διασκεδάσεις αυτές λέγονται Αποσουρτές.

αποσπερ΄νό (το), το απόβραδο.

απουπλάκια (τά), το πίσω μέρος του σπιτιού.

απουριά (η), το αιδοίο. Σέ αποκριάτικο τραγούδι: «πήγαμ΄ κι στην απουριά, π΄ αξιζι χίλια φλουριά». Συν. μπουλκί, μ΄νί .

απουσπορίτ΄σσα (η), προσωνύμιο της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (Παναγιά η Απουσπορίτ΄σσα), όταν στη γιορτή της (21 Νοεμβρίου) έχει τελειώσει η σπορά.

αποψήνω, τελειώνω το ψήσιμο. Λένε: «Αποψήσαμ΄», όταν τελειώσουν και φεύγουν από το φούρνο.

απύραθος (ο), αγριόχορτο, ζιζάνιο, με φύλλα που ερεθίζουν το δέρμα και πυρώνει (κοκκινίζει), απ΄ όπου και τ΄ όνομά του. Πρβλ. το αρχ. πύρεθρον (το) η πύρεθρος (ο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου