Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Κ -
καβάδι (το), το βρεφικό λεπτό εσώρουχο.
κάβαδος (ο), το γυναίκειο εσώρουχο, το μεσοφόρι.
καβαλίκος (ο), η μακριά γαϊδούρα, παιδικό αγορίστικο παιχνίδι.
καβουρμάς (ο), σκεύασμα από βρασμένο και τσιγαρισμένο παχύ χοιρινό κρέας, συνήθως από την πλάτη ή τα παΐδια, που συντηρείται σε παγωμένο χοιρινό λίπος.
καγιά (η), ειδικό σχοινί με δυο θηλιές, με το οποίο μαθαίνουν στ΄ άλογα να περπατούν στρωτά, αραχβάνικα .
καγιαρός, -ή, -ό, ο αλλήθωρος, ο μύωπας.
καγώ (ρ. προστ. αορ.), να καώ. Στη φράση: «ας καγούν κι οι ψύλλ΄», που φωνάζουν όταν πηδούν τους κακαννούς .
καζαντζής (ο), ο ιδιοκτήτης λακκαριού (καζανιού) που ρακοβγάζει.
καζίκ΄ (το), πρωτοχρονιάτικο παιχνίδι. Στο κέντρο ενός κύκλου η «κάσα» καρφώνει μια «βελόνα» (καρφί) και απάνω στηρίζει ένα κέρμα. Οι παίκτες σημαδεύουν με καρύδια προσπαθώντας να βγάλουν το κέρμα από τον κύκλο. Όποιος το καταφέρει κερδίζει το κέρμα, όσοι αστοχούν χάνουν το καρύδι τους από την «κάσα».
καθαροσπόρ΄ (το), ο καθαρισμένος σπόρος σιταριού και κριθαριού, που προορίζεται για τη σπορά.
κάθ΄σε κομματούδ΄ (ιδιωμ.), κάτσε για λίγο, μη φεύγεις αμέσως.
κακάδα (η), η ξερή ακαθαρσία της μύτης.
κακάνες (οι), οι κότες στη νηπιακή διάλεκτο.
κακαννοί (οι), κακαννέρια (τα), κακαννούρες (οι), έθιμο που διεξάγεται την παραμονή του Αη-Γιάννη (23 Ιουνίου), στο οποίο ανάβουν φωτιές καίγοντας καλαμιές. Από τις αρχ. λ. καύσις καννών.
κακαννός (ο), προσωνύμιο του Αγ. Γιάννη την παραμονή του οποίου γίνεται το ομώνυμο έθιμο: «τ΄ Αη-Γιαννιού του Κακαννού».
κακαρέλος (ο), είδος σαργού (ψάρι).
κάκαρο, άγονο χωράφι.
κακήλος, βρισιά χωρίς συγκεκριμένο νόημα.
Κακ΄λαμπράχ΄ς! (ιδιωμ.), Κακή Λαμπρή να ΄χεις! Κατάρα που προφέρεται ως μία λέξη.
κάκναρο (το), ο κόκορας, το κοκόρι.
κακογόμαρο (το), το στραβοφορτωμένο υποζύγιο.
κακογόμαρος, -η, -ο, ο δύσκολα μεταφερόμενος. Κακογόμαρος είναι ο άρρωστος άνθρωπος.
κακουσύν΄ (η), ο παλιόκαιρος, η κακοκαιρία. Λένε την παροιμία: «Όταν βογίζ΄ η θάλασσα εχ΄ κακουσύν΄».
καλαδερφός, -ή, καλαδέρφι: το πνευματικό αδέρφι, δηλ. η σχέση ανάμεσα στο βαφτιστήρι και στο παιδί του αναδόχου.
καλαθάκι (το), το τυριβόλι και τύπος τυριού (σαλαμούρα).
καλαθάρα (η), το ξύλινο πυραμιδοειδές δοχείο στο οποίο μπαίνει ο προοριζόμενος για άλεσμα καρπός, πάνω στη μυλόπετρα του ανεμόμυλου.
καλαμάγρα (η), καλαμώδες αγριόχορτο με βυσσινί-ασπρο κομπώδες ανθάκι, ζιζάνιο που βγαίνει και «πνίγει» τις αργασές.
καλαμιά (η), το θερισμένο χωράφι, στο οποίο έχουν απομείνει οι κομμένοι καλαμώδεις βλαστοί των σιτηρών.
καλαμίδι (το), το καλάμι του ψαρέματος.
καλαμ΄κάνι (το), το λεπτό ξύλο, όπου τυλίγουν τις κλωστές του αργαλειού που προορίζονται για ταπέτα.
καλαμπάκι (το), ποικιλία μαύρου σταφυλιού, από το οποίο παράγεται η ομώνυμη αρχαία ποικιλία λημνιακού κρασιού (το λεγόμενο και λημνιό).
καλεστ΄κό (το), το ειδικό τσουρεκάκι, μέχρι μισό κιλό, με το οποίο καλούν στους γάμους.
καλετσκή (η), το κάλεσμα, η πρόσκληση.
καλίγερος, καλικάντζαρος (ο), μικροσκοπικό μαύρο έντομο το οποίο παρασιτεί πάνω στις κότες και τις τσιμπά μέχρι να ψοφήσουν.
καλιγουσφύρ΄ (το), το σφυρί με το οποίο καλιγώνουν τ΄ άλογα.
καλκάνι (το), το πέτρινο αέτωμα που σχηματίζεται στις στενές πλευρές των κτισμάτων. Στα καλκάνια στηρίζεται το μισουδόκι .
καλόγεροι (οι), ομαδικό παιδικό παιχνίδι. Οι παίχτες φτιάχνουν ένα κύκλο κρατώντας ένα σκοινί και ο «καλόγερος», που μένει απ΄ έξω, τους ακουμπά χωρίς να τον πιάσουν. Όποιος τον πιάσει παίρνει τη θέση του.
καλόγνωμες (οι), βρώσιμα οστρακοειδή.
καλόθρεφο (το), ευχή για το νεογέννητο μωρό.
καλόκαιρος (ο) η καλόκαιρο (το), το φθινόπωρο, η εποχή που έχουν τελειώσει όλες οι αγροτικές εργασίες (θέρος, αλώνι, τρύγος) και ξεκουράζονται. Στον καλόκαιρο συνήθιζαν να κάνουν τις χαρές (γάμους, αρραβωνιάσματα, βαφτίσια κ.λπ.). Συν. κατακάθι .
καλομοιράζω, δίνω καλή μοίρα, καλή τύχη. Λένε την ευχή: «Η Παναγιά να δώσει, να την καλομοιράσει (τη θυγατέρα)».
καλοριζ΄κιαίνω, λέω τα καλορίζικα, εγκαινιάζω, κάνω την αρχή. Λένε για το καινούργιο βαρέλι: «Σήμερα θα το καλοριζ΄κιάσ΄με», δηλαδή θα το ανοίξουμε.
καλός, γκαλός (ο), το ακραίο δόντι του καμακιού ψαρέματος.
καλποκάνταρο (το), το ελαττωματικό καντάρι που κλέβει στο ζύγι, ο αφερέγγυος άνθρωπος.
καλύπτω, κλείνω τα μάτια του νεκρού. Λένε: «τα καλύψαμ΄» δηλ. «του κλείσαμε τα μάτια». Επίσης την κατάρα: «Π΄ να στα καλύψ΄νε!».
Αγαπητέ κ. Μπελίτσο. Θα ήθελα να επικοινωνήσω μαζί σας, για μια έρευνα που κάνω σχετικά με το γενεαλογικό μου δένρο και με έχει οδηγήσει σε ’’ρίζες’’ μου, στην Μύρινα. Το mail μου είναι theo_tzav@hotmail.com και το facebook μου Phanes. T. Tzavaras. Παρακαλώ, όπως επικοινωνήσεται μαζί μου. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
ΑπάντησηΔιαγραφή