Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Ο -
ογρός, -ή, -ό, ο βρεγμένος, ο υγρός, ο μουσκεμένος.
όκια (τα), οι τρύπες στα πλαϊνά της πλώρης των καϊκιών, από τις οποίες κρέμονται οι άγκυρες.
ολόγαλο (το), το βυζανιάρικο αρνί, του γάλακτος.
ολόμαυρος, φωτιοκαμένος, -η, -ο, δύστυχος. Λένε: «Ε, τ΄ ολόμαυρο, ε του φωτιοκαμένου!».
ολονυχτιά (η), η ολονυχτία στο ναό την παραμονή μεγάλης γιορτής.
ολόφεγγο (το), η πανσέληνος.
οξ΄ από λόγου μας! (ιδιωμ.), μακριά από μας!
όξου, έξω.
όρθιο το φιγγάρ΄ (ιδιωμ.), η ώρα της νύχτας που το φεγγάρι είναι ακόμα ψηλά στον ουρανό. Λένε: «Όρθιο το φιγγάρ΄, όρθιος κι ου καπ΄τάνιους».
όρνιθα (η), η μικροκαμωμένη κότα.
ορνιθίτ΄κος, -η, -ο: ο σχετικός με την όρνιθα. Π.χ. το ορνιθίτ΄κο αυγό.
ορνιθόκολος (ο), το σπυρί, η καντήλα που βγαίνει στο εξωτερικό μέρος του χεριού, η μυρμηγκιά. Πιστεύουν ότι τον βγάζει οποίος βάλει το χέρι του εκεί που τρώνε οι κότες.
ορνιθοκούμασο (το), το κοτέτσι για τις όρνιθες.
ορνιθόψειρα ή κοτόψειρα (η), η ψείρα που κολλάει ο άνθρωπος από τις όρνιθες.
ορνός (ο), το αγριόσυκο, το σύκο του αρσενικού συκόδενδρου.
Ορσοπούλ΄ (το), το χωριό Ρουσσοπούλι.
Ορσουπ΄λιανός, -ή, -ό, ο Ρουσσοπουλιανός, ο κάτοικος του χωριού Ρουσσοπούλι.
οσοπ΄να (χρον. σύνδ.), μέχρι να, ώσπου.
ου, γη, το (άρθρα), ο, η, το. Πληθ. γοι (αρσ. και θηλ.), τα.
ουλιά (η), το κατακάθι του καφέ.
ούλου (χρον. σύνδ.), συνεχώς, όλο.
ουριακός, -ή, -ό, το συνοριακό, το ακραίο σημείο γης (χωράφι, αμπέλι κ.λπ.).
ουστ! (επιφ.), από το τουρκ. ost!
όχιντρα (η), η οχιά.
όψμα (χρον. επίρ.), όψιμα, πολύ αργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου