Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Καμ-Καψ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Κ –

(Συνέχεια)

κάμα (το), ο καύσωνας.

καμαροπερπατούσα (η), γυναίκειο εγκώμιο. Σε δίστιχο τραγούδι: «Είσαι αγάπημ΄ όμορφη, είσαι μαυροματούσα, είσαι σιγανομίλητη, καμαροπερπατούσα».

καμαροφρύδα (η), γυναίκα με τοξωτά φρύδια σαν καμάρες. Στα κάλαντα των Φώτων: «κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα».

καματερός, -ή, -ό, ο δουλευτής, ο φιλόπονος. Σε αποκριάτικο σκωπτικό τραγούδι: «ήνταν κι καματερή, ούλη μέρα μια κλουστή».

καμός (ο), ο καημός.

καμπάνες (οι), παιδικό παιχνίδι με καρύδια, τα οποία σημαδεύουν από μακριά, με σκοπό να τα κερδίσουν.

καμπανοφρύδα (η), γυναίκα με υψωμένα φρύδια σαν καμπάνες.

καμπανοφρύδι (το), το υψωμένο φρύδι.

καμπαρντίζω, καυχιέμαι.

καμπαχιέτ΄ (το), το μίσος, ο φθόνος, η κακία, η έχθρα.

καμπαχιετ΄λής (ο), ο μνησίκακος.

κάμωμα (το), η ενασχόληση με το χωράφι, το όργωμα, το νιάσιμο , το σκάψιμο, το σβάρνισμα. Λένε: «Οι αμμ΄δες έναι βολ΄κές στο κάμωμα».

κάνα (η), ο ιστός της αράχνης.

καναπεδ΄λίκια (τα), τα σκιπασίδια του καναπέ.

κανάρ΄ (το), είδος μεγάλου κουνουπιού, που προκαλεί ιδιαίτερα οδυνηρό τσίμπημα.

κανάτι (το), το παραθυρόφυλλο.

κανές, κανέ (αντων.), κανείς, κανένα. Λένε: «Πίν΄ς κανέ ρακί;».

καννιά (η), η ξύλινη τάβλα που κρεμούν από τα καπρούλια της οροφής, στην οποία τοποθετούν διάφορα φαγώσιμα (τυριά, ψωμιά). Έτσι βρίσκονται ψηλά και δεν τα φθάνουν τα ποντίκια.

καννιά (η), το συρμάτινο και παλιότερα καλαμένιο φίμωτρο, που βάζουν στα μεγάλα ζώα (άλογα, βόδια) όταν δουλεύουν, για να μη καθυστερούν τρώγοντας.

κάντιο (το), κομμάτι ζάχαρης (κύβος).

καντ΄λουβάφτ΄σμα (το), το βιαστικό βάφτισμα του ασθενικού νεογέννητου βρέφους, με σήκωμα στον αέρα μπροστά στο καντήλι και τα εικονίσματα.

κάπ΄ κάπ΄ (χρον. επίρ.), κάπου κάπου.

κάπαλο (το), το επίστρωμα, η κρούστα πηγμένου αίματος, που σχηματίζεται στην επουλωμένη πληγή.

καπάντζα (η), τα σκέπασμα, το καπάκι.

καπαρός, -ή, -ό, ο υπόξανθος στο χρώμα της κάπαρης. Επίσης τα ζώα που έχουν κανελί, λευκό και γκρίζο τρίχωμα.

κάπ΄λα (τα), τα καπούλια του ζώου.

καπλαντίζω, επενδύω το πάπλωμα με σεντόνι. Το καπλάντισμα γίνεται τις παραμονές του γάμου.

καπρούλια (τα), τα πλαϊνά ξύλα της σκέπας που στηρίζονται στο μισουδόκι .

καράβι (το), το κινητό εξάρτημα του ανεμόμυλου το οποίο πάλλεται ρυθμικά και ρίχνει τον καρπό από την καλαθάρα στη μυλόπετρα.

καραβιώνας (ο), η αρμάδα, το σύνολο των καραβιών.

καραγάτσ΄ (το), η φτελιά.

καραγή (η), η πάχνη, η πρωινή σχεδόν παγωμένη δροσιά των φύλλων.

καράκλα (η), κάρακλο (το), το κρανίο.

καρατέρνω, υπολογίζω.

καρατζής (ο), ο ληστής.

καρένιος, -α, -ο, ο καρυδένιος. Στα κάλαντα των Φώτων: «σήκου κεράμ΄ κι άνοιξε την πόρτα την καρένια».

καριγλί (το), το καρεκλάκι.

καρκάλι (το), το κουρέλι.

καρναβάλια (τα), οι μασκαράδες της Αποκριάς. Λένε: «ντύθ΄καν καρναβάλια».

καρό (το), εξάρτημα στο οποίο έπλεκαν τις ομώνυμες δαντέλλες.

καρπέτα (η), καρπέτο (το), το χαλί, το κιλίμι, η κουρελού.

καρσιλαμάς λημνιός (ο), τοπικός χορός σε ρυθμό 5/8.

κάρτο (το), κάρτος (ο), το ¼ του πινακιού.

κάρτο, αριθμητικό επίθ. για τον προσδιορισμό της ώρας π.χ. «δύο και κάρτο» δηλ. «δύο και τέταρτο», «τρεις παρά κάρτο» κ.λπ.

καρτσινάδι (το), το μικρό θαλασσινό σαλιγκαράκι, το ποδαράτο, το σκαλτσούνι.

καρφούδ΄ (το), το λεπτό, μυτερό, ξερό χορτάρι.

καρφούδ’ (το), το μικρό, λεπτό καρφάκι.

καρώνω, τεντώνω τ΄ αυτιά (κυρίως για τα γαϊδούρια).

κασπακ΄νό αρνί (το), συνταγή ψησίματος του πασχαλινού αρνιού όπως συνηθιζόταν στον Κάσπακα. Το μισόψηναν στο φούρνο με αλάτι και μετά πρόσθεταν στο ταψί ρύζι, νερό και μέσα στο αρνί κομμάτια από φρέσκο, ανάλατο τυρί και συνέχιζαν το ψήσιμο.

καστανιά (η), μικρό ξύλινο δοχείο με καπάκι που εφαρμόζει ερμητικά με τη βοήθεια μεντεσέδων. Το χρησιμοποιούν για τη μεταφορά φαγητού στο χωράφι και στο σχολειό.

κατάγιαλα (τα), η ακροθαλασσιά.

καταή (τοπ. επίρ.), καταγής.

κατακάθ΄ (το), το ξάδειασμα, το τελείωμα των εργασιών, η εποχή μετά τον τρύγο, που έχουν ολοκληρωθεί όλες οι αγροτικές εργασίες και κάθονται, ξεκουράζονται.

κατακάθ΄ (το), το καταστάλαγμα, το ίζημα.

καταλαχιώ (επίρ.), τυχαία.

καταπόδ΄ (επίρ.), από πίσω, στα ίχνη κάποιου.

καταπονώ, κουράζω, βάζω κάτω, κατανικώ κάποιον.

καταραχιά (η), η σπονδυλική στήλη.

κατασάγνο (το), το κάτω σαγόνι. Με χτύπησε στα κατασάγνα.

κατασαλαγιά, κατασαλαγ΄σά (η), η ηρεμία, η ησυχία.

κατάστρωμα (το), ο χώρος της μάντρας που το χειμώνα καταστρώνεται με άχυρο για να κοιμούνται τα πρόβατα.

καταστρώνω, στρώνω με άχυρο το χώρο της μάντρας όπου πλαγιάζουν τα πρόβατα, για να μην κοιμούνται πάνω στο λασπωμένο και υγρό έδαφος. Καταστρών’νε το χ’μώνα.

καταφιάζω, δυσφορώ, έχω δύσπνοια, δεν αισθάνομαι καλά.

καταχωνιάζω, κρύβω κάτι χώνοντάς το σε βαθιά κρυψώνα, π.χ. μέσα σε ρούχα.

κατεβασιά (η), η καταρροή της μύτης, το συνάχι.

κατέφλι (το), το κατώφλι.

κατίνα (η), η πλάτη, η ράχη.

κατ΄λονοτιά (η), η κατρουλονοτιά, το ψιλόβροχο που φέρνει ο νότιος άνεμος.

κατό (αριθμ.), εκατό.

κατουστάδα, κατουστή (η), η εκατοντάδα.

κατρακάζα (η), ο τρίφτης του τυριού.

κατρακύλα (η), η ρόδα.

κατρακύλι (το), το καρότσι. Επίσης το λαμαρινένιο στεφάνι του βαρελιού.

κατρακύλια (τα), ονομασία παιδικού παιχνιδιού, που παίζεται με στεφάνια βαρελιών.

κατσάρα (τροπ. επίρ.), το ακαλλιέργητο χωράφι.

κατσαρόλ΄ (το), το μεταλλικό κύπελλο.

κατσ΄βέλα (η), η γύφτισσα και μτφ. η βρώμικη, ατημέλητη γυναίκα.

κατσ΄βελής, κατσίβελος (ο), ο πεταλωτής, ο σιδεράς, ο γύφτος. Επίσης ο εμπειρικός γιατρός, ο τσαρλατάνος.

κατσ΄βελιό (το), το εργαστήριο του κατσίβελου, το πεταλωτήδικο, το σιδηρουργείο.

κατσ΄βέλ΄κο (το), το σχετικό με τον κατσίβελο.

κατσ΄βέλ΄κο (το), είδος χαλβά που φτιάχνεται από τραχανά.

κατσ΄βελόκαιρος (ο), ο παλιόκαιρος, η τραμουντάνα.

κατσιάζω, μαραζώνω, μαραίνομαι, για τα φυτά και μτφ. για τους ανθρώπους.

κατσίκα με το κρέας (ιδιωμ.), σκωπτική φράση, με την οποία σατιρίζουν το φτωχικό, συνηθισμένο γεύμα (π.χ. τα κουκιά).

κατσίκας το β΄ζί (της), ποικιλία κόκκινου σταφυλιού με μακρόστενη ρώγα.

κατσ΄νοπόδι (το), κατσ΄νόποδας (ο), φρύγανο που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα κατά το κάψιμο του φούρνου.

κατσόν΄ (το), το σιδερένιο άκρο της βουκέντρας σε σχήμα ορθής γωνίας, με το οποίο καθαρίζουν το αλέτρι από τα χώματα και τις λάσπες.

κατσ΄πουδιά (η), ο πειρασμός, ο διάβολος, ο εριστικός άνθρωπος.

κατσ΄πουδιάρ΄ς, -άρα, -άρ΄κο, ο ανάποδος άνθρωπος, που γκρινιάζει και δημιουργεί συνεχώς προβλήματα.

κατωγούδ΄ (το), το κατώι.

κατωμερίτης, κατωμερίτ’σσα: ο προερχόμενος η καταγόμενος από τα Κάτω Χωριά του νησιού, τα δυτικά, τα κοντινά προς το Κάστρο (Μύρινα).

κατωπέτσ΄ (το), η κάτω σκληρή επιφάνεια (κόρα) του ψωμιού.

καυκαλήθρα, καυκαλίδα (η), αρωματικό αγριόχορτο με λευκό άνθος.

καυκί (το), εξάρτημα στο μηχανισμό του ανεμόμυλου.

καυκιάρ΄ς (ο), ο καυχησιάρης.

καυκιέμι, καυχιέμαι, αόρ. καυκίστηκα.

καφανωτός, -ή, -ό, ο διάτρητος, όπως το καφάσι

καχπέ (η), η πόρνη.

καψιρός, -ή, -ό, δύστυχος, καψερός.

καψοκορμί (το), το καμένο κορμί, το κακόμοιρο άτομο. Λένε: «Πού γυρνάς καψοκορμίμ΄;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου