Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Μπ-Μω)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Μ –

(συνέχεια)

μπαγκιάζω, καταφεύγω, βρίσκω απάγκιο.

μπαλαρτός (ο), ο κεχαγιάδικος χορός.

μπαλιό (το), μπαλιός, μπάλιουρας (ο), το γέρικο βόδι.

μπαλωματάδ΄κο (το), πρόβατο λευκό με μαύρα σημάδια σαν μπαλώματα.

μπαμπακιάζω, νεροβρακιάζω, ξεπαπαδιάζω, μαλακώνω, μουλιάζω στο νερό.

μπαμπάκιασμα, νεροβράκιασμα (το), το πολύωρο μαλάκωμα των άκρων στο νερό, που έχει ως αποτέλεσμα να ρυτιδώνουν.

μπαμπάς (ο), ο ξύλινος ορθοστάτης στη μέση του σπιτιού στον οποίο συγκλίνουν τα τέσσερα ακιντιά της σκεπής.

μπαμπέρνω, πηγαίνω να πάρω κάτι. Λένε: «Από πού θα μπαμπέρνουμε νιρό;».

μπαντατζούδ΄κα (τα), το έθιμο των μπαντατζούδων.

μπαντατζούδος ή μπαντάτζος (ο), ο ζωόμορφος μασκαράς των Φώτων, που αναπαριστά το φευγιό των καλικαντζάρων. Πλήθ. οι μπαντατζούδες (-οι). Λένε οι μανάδες στ΄ άτακτα παιδιά τους: «Θα σ΄ αφήσου στο μόλο, να σι πάρουν οι μπαντατζούδες».

μπαντούρος (ο), το λαμαρινένιο στεφάνι του ανεμόμυλου το οποίο συγκρατεί το αλεσμένο σιτάρι μέσα στη μυλόπετρα.

μπαραστήνω, συμφωνώ, συνεταιρίζομαι. Λέγεται συνήθως για τη συμφωνία του κεχαγιά με τ΄ αφεντικό του. Λένε: ξαναμπαριστήσαμ΄, όταν συμφωνούν να συνεχιστεί κάποια διακοπείσα συνεργασία.

μπάριμ΄ (ειδικός σύνδ.), τουλάχιστον.

μπαρκαρίζουμι, μπαρκάρω, φεύγω με καράβι.

μπαρχανάς (ο), το κοινόβιο των Λημνίων σκαφτιάδων η γιαπιτζήδων, που περιόδευαν τις πόλεις της Μικρασίας, κυρίως στην περιοχή Περγάμου, στα προ του 1912 χρόνια.

μπατσάρω, πειράζω, βλάπτω.

μπάφα (η), ποικιλία πεπονιού που ωριμάζει γρήγορα, αλλά σαπίζει επίσης γρήγορα, σε αντίθεση με τη βότενα.

μπεκ, μήπως, μπας και.

μπελουγραντίζω, τσακώνομαι. Λένε: «Θα τα μπελουγραντίσουμ΄».

μπεμπέτσ΄ (το), είδος μικρού θαλασσινού κοχυλιού που τρώγεται.

μπενεβασά (η), η επέμβαση, η μεσολάβηση τρίτου. Λέγεται συνήθως όταν κάποιος μεσολαβεί για ν΄ αλλάξει τη γνώμη ενός γαμπρού που δυστροπεί και αρνείται να προχωρήσει στο γάμο.

μπεντένια (τα), οι επάλξεις.

μπερκλώνουμι, περδικλώνομαι, μπερδεύω τα βήματά μου.

μπεσλεμές (ο), ο επιβήτορας. Ζώο που εκτρέφεται ειδικά γι΄ αυτό το σκοπό.

μπεσλεντίζω, εκτρέφω επιβήτορα, αλλά και επιβαίνω, βατεύω.

μπίρμπα (η), το πειραχτήρι. Λένε: «Είσι συ μια μπίρμπα».

μπιρμπέρ΄ς (ο), ο μπαρμπέρης, ο κουρέας.

μπιτίζω, τελειώνω τη δουλειά μου. Λένε: «Επιτέλους μπίτ΄σα».

μπλαμάτσ΄ (το), κουρκούτι από νερό και αλεύρι, με το οποίο αλείφουν εξωτερικά το πασχαλινό γεμιστό, ψητό αρνί μόλις ροδοκοκκινίσει. Έτσι σχηματίζεται γύρω του μια κρούστα που συγκρατεί τα ζουμιά και το νοστιμίζει (δεν ξεραίνεται).

μπλέκια (τα), τα τσουκαλοπιάσματα, πανάκια με τα οποία πιάνουν τα καυτά σκεύη της κουζίνας.

μπλιμένος, -η, -ο, μπλεγμένος, μπερδεμένος.

μπλούκος (ο), υπαίθριο παιδικό παιχνίδι. Ο «μπλούκος» είναι ένα κουτί στη μέση ενός κύκλου, το οποίο φυλάει ένας παίχτης και οι υπόλοιποι το σημαδεύουν με πέτρες (αμάδες). Ο «φύλακας» οφείλει να τον ξαναβάζει στη θέση του και να κυνηγάει τούς παίχτες πριν αυτοί πατήσουν την αμάδα τους.

μπ΄νιάς (ο), το σκληρό χώμα.

μποκτσάς ή μποχτσάς (ο), το λευκό τσεμπέρι που φοριέται πάνω από την κουκουλιά.

μπόλ΄ (το), το μακρύ ξύλο που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο ζεμένα βόδια και συνδέεται μπροστά με το ζυγό και πίσω με τ΄ αλετρόχερ΄.

μπόν΄ς (ο), μπόν΄σσα (η), μπόν΄κο (το), αγαθός, χαζός. Λένε χαϊδευτικά στα παιδιά: « Α!, βρε μπόν΄κο!».

μπόντ΄λας ή μπόντ΄λος (ο), το μικρό άνοιγμα απ΄ το οποίο μπαίνουν τα πρόβατα ένα-ενα στο σώμαντρο, για ν΄ αρμεχτουν. Συνήθως είναι προς το νοτιά για να μη μπάζει κρύο. Λένε: «Μάντρα καλή, μα ου μπόντιλας βουρ΄νός». Επίσης, το στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο σπίτια, η σούδα.

μπόρεια (ρ. παρατ.), μπορούσα. Λένε: «Τι μπόρεια να κάμω!».

μπορειό (το), η αγορά, τα μαγαζιά.

μπόρτσ΄ (το), το χρέος.

μπορτ(σ)λεύουμι, χρεώνομαι.

μποστειράδ΄ (το), το θηλυκό αρνί το οποίο δεν έχει ακόμα αλλαχτεί.

μπουζή (η), η αδελφή.

μπουκουνιά (η), η μπουκιά.

μπουλκί (το), το γυναίκειο εφηβαίο.

μπουμ (το) ή ανεβαστό εξηνταέξ: παιγνίδι της τράπουλας με 24 φύλλα, για τρεις παίκτες. Είναι μια πιο συναρπαστική παραλλαγή του εξηνταέξ. Μοιράζονται από 7 φύλλα (3x7=21) και τα τρία που μένουν κλειστά τ΄ αγοράζουν, ξεκινώντας από τούς 66 πόντους και ανεβάζοντας. Όποιος τ΄ αγοράσει, κράτα κρυφό το δικό του και δίνει τ΄ άλλα δύο φανερά στους αντιπάλους του. Παίζει πρώτος δηλώνοντας τα κόζα και πρέπει να μαζέψει τουλάχιστον όσους πόντους αγόρασε. Στο τέλος ο καθένας γράφει θετικούς όσους πόντους μάζεψε. Τελικός νικητής είναι όποιος συγκεντρώσει πρώτος έναν προσυμφωνημένο αριθμό πόντων, συνήθως 1000, 1500 ή 2000. Αν όμως δεν βγάλει την αγορά, τότε γίνεται μπουμ και το παιγνίδι τελειώνει εκείνη τη στιγμή με χαμένο τον αγοραστή.

μπούμπλα (η), το κόκκινο φουσκωτό σημάδι που αφήνει στο δέρμα το τσίμπημα ενός εντόμου.

μπούρδα (η), το τσουβάλι, το σακί.

μπουρντίζω, στρίβω το κοτσάνι του άγουρου ακόμα κηπευτικού, πριν το κόψω, για να ωριμάσει πιο γρήγορα. Συνήθως το κάνουν στις ντομάτες και στα πεπόνια. Λένε: «Τα ΄χεις μπουρντ΄σμενα!» ή «Τα μπούρντ΄σες!», όταν κάποια κηπευτικά δεν είναι νόστιμα, αν και φαίνονται ώριμα.

μπουρμάς (ο), η κάνουλα του βαρελιού, ο κρουνός, η στρόφιγγα.

μπουρούν΄ (το), η μπροστινή άκρη του αξονιού στον ανεμόμυλο, που είχε τρύπες για να μπαίνουν οι αντένες.

μπουτσνάρα (η), πηγή με λιγοστό νερό.

μποχτσάς (ο), το χοντρό, λευκό, γυναικείο κεφαλομάντηλο.

Μπριώτ’ς (ο), ο Ίμβριος, ο Ιμβριώτης, ο καταγόμενος από την Ίμβρο.

μπρόβα (η), η δοκιμαστική, δήθεν τυχαία γνωριμία δύο νέων σε κάποιο φιλικό σπίτι η σε κάποια διασκέδασ΄, για να εκτιμήσουν οι γονείς αν ταιριάζουν και να προχωρήσουν στο συμπεθέρι με πιο μεγάλη σιγουριά.

μπρός πίσω χορός (ο), ιδιόρρυθμος τοπικός χορός και τραγούδι «Τα τσιμαντριγιανά κουρίτσια» (σε ρυθμό 2/4), στον οποίο χορεύουν πέντε βήματα μπροστά και τρία προς τα πίσω.

μπροστ΄μούνα (η), η μπροστοποδιά. Επίσης γυναικεία βρισιά.

μπρουμ΄τω, πέφτω μπρούμυτα. Αόρ. μπρουμύτ΄σα.

μπρούτζ΄κος, -η, -ο, μπρούτζινος.

μ΄σάρ΄κο ή τεμσάρ΄κο (το), το μισάρικο χωράφι, δηλαδή εκείνο το οποίο ο ιδιοκτήτης έχει νοικιάσει σε κάποιον καλλιεργητή με αντάλλαγμα το μισό καρπό, το μισακό.

μ΄σερός, -ή, -ό, ανάπηρος, ακρωτηριασμένος.

μ΄σούζικος, -η, -ο, αδύνατος, κοκκαλιάρης.

μ΄τάρι (το), εξάρτημα του αργαλειού, στο οποίο μπαίνει το νήμα.

μ΄τζάκι (το), η μύτη του τσαρουχιού.

μ΄τζί (το), είδος μυζήθρας, την οποία φτιάχνουν στο τέλος της κτηνοτροφικής περιόδου, όταν λιγοστεύει το γάλα.

μ΄τσούν΄ (οι), οι μασκαράδες της Αποκριάς.

μυγδαλοσχιζάτος, -η, -ο, ο αμυγδαλόσχημος.

μύλη (η), η ακονόπετρα. .

μυλοτέχτης (ο), ο τεχνίτης χτίστης ανεμόμυλων.

μυρμηγκιά (η), η μυρμηγκοφωλιά

μωροδιομάνα (η), η μωρομάνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου