Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Ν -
να (αριθμ.), ένα.
νε, αρνητικό μόριο: «το φσώ, νε να σβήσ!», δηλ. «το φυσάω, αλλά δε σβήνει» ή «νε να φύγ!», δηλ. «πού να φύγει! - δεν έφευγε με τίποτα».
Νέβρης (ο), ο μήνας Νοέμβριος.
νεκρός (ο), ο σωρός του αλωνισμένου καρπού, που έχει συγκεντρωθεί για λίχνισμα: «Πάμ΄ να σ΄κώσουμ΄ το νεκρό», δηλ. «Πάμε να λιχνίσουμε».
νεντουρλώνουμι, ανυψώνομαι.
νεράγγουρο (το), το ποτιστικό αγγούρι.
νερλός, -ή, -ό, νερουλός: το νερ΄λό φαγί.
νεροβρακιάζω, μπαμπακιάζω, ξεπαπαδιάζω, μουλιάζω.
νεροβράκιασμα (το), το μπαμπάκιασμα των χεριών.
νεροκβάνμα (το), το κουβάλημα του νερού από τη βρύση η το πηγάδι.
νεροκολόκυθο (το), το ποτιστικό πράσινο κολοκυθάκι.
νεροφαϊδέλα, νεροφαγίδα (η), το μικρό ποταμάκι, το ρυάκι.
νεροφίδα (η), το νερόφιδο.
νεροφλήσκουνο (το), άγριο βότανο ειδικό για τούς ρευματισμούς.
νι (το), το σιδερένιο υνί, το οποίο ρίχνει το χώμα και προς τις δύο πλευρές, σε αντίθεση με το πουλούκι, που το ρίχνει μονόπατα.
νιάζω, ζευγαρίζω το χωράφι για πρώτη φορά, για να μαλακώσει το σκληρό χώμα.
νιάμα, νιάσιμο (το), το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο όργωμα, το φρεσκοοργωμένο χωράφι.
νιάμιρα (τα), τα εννιάμερα από το θάνατο: τα Νιάμιρα τ΄ς Παναγιάς (23 Αυγ.).
Νίμπριος, Νιμπριώτης, Νιμπριωτέλλης (ο), ο Ιμβριώτης, ο Ίμβριος.
Νίμπρος (η), η Ίμβρος.
νιωτής (ο), ο προαισθανόμενος τον κίνδυνο.
νογώ, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.
νόησα (ρ. αορ.), έζησα, πρόλαβα, θυμήθηκα κάτι παλιό: «Το νόησα».
νοματίζω, ονομάζω, φανερώνω.
νοστ΄μεύουμι, δοκιμάζω το φαγητό.
νουμάτ΄ (οι), τα άτομα, τα πρόσωπα.
νουμπέτ΄ (το), το ρουσφέτι, η χάρη.
νούντρια (τα), το ξύλινο εξάρτημα του αλετριού με το οποίο στερεώνεται το μπόλι στο ζ΄γόλερο.
νσούδ΄ (το), το νησάκι, το ξερονήσι.
νταβρανάς (ο), ο σωματώδης.
νταγιαντώ, αντέχω.
ντάκος (ο), ο ξύλινος ορθοστάτης ο οποίος στηρίζει τη στέγη, όπως ο μπαμπάς), με τη διαφορά ότι φέρει ένα ξύλινο κιονόκρανο στην κορυφή του. Επίσης το χοντρό ξύλο στο οποίο κομματιάζουν το κρέας.
νταλαβέρ΄ (το), η δοσοληψία, η απασχόληση.
νταλαβερίζουμι, ασχολούμαι, έχω δοσοληψίες, έχω πάρε-δωσε με κάποιον η κάτι.
νταμλάς (ο), ο διαβολεμένος, ο καταραμένος: «Φύγε ρε νταμλά!». Πρώτο συνθετικό σε υβριστικές λέξεις: νταμλογάδαρε, νταμλόσπερμα, νταμλόγατα.
νταννάς (ο), ο ζημιάρης.
νταντανιάζω, κοκκινίζω, φουσκώνω, σκάω απ΄ το κλάμα ή το φαΐ: «Το ντάντανο έφαγες;»
νταντέλα και ντυμένος (ιδιωμ.), ειρωνικά ο μπατίρης, ο άφραγκος, ο φτωχός.
νταντλιάζω, νερουλιάζω.
νταρντάκα (η), η τσαρδάκα.
ντάχρι-ντάχρι (επιφ.), νάνι-νάνι. Ταχτάρισμα, νανούρισμα.
ντέβουμι, βολεύομαι, διαμένω. Αόρ. ντέφτηκα. Λένε: «Ντεβόμαστι στον Κορακά» δηλ. «Μένουμε στον Κορακά» (βουνό της Λήμνου) ή «Τούτ΄ το φστάν πουλύ το ντέφτηκα» δηλ. «Αυτό το φουστάνι πολύ μου ταίριαξε, με βόλεψε».
ντέβρι (τοπ. επίρ.), γύρα, γύρω. Λένε: «Ντέβρι θα πάρου τα β΄νά».
ντελής (ο), ο τρελός, ο παλαβός.
ντεμίρι (το), το σιδερένιο εξάρτημα που συνδέει το αλετρόχερ με τη γούλα.
ντέμλερ΄ς (ο), ο κοντός, ο μικροκαμωμένος.
ντόλι (το), ο εντολοδόχος, ο μεταπωλητής, το βαποράκι.
ντολμάς (ο), ο πολύ παχύς.
ντούγα, ντόγα (η), σανίδα βαρελιού.
ντουγραντίζω, κομματιάζω την τροφή (κρέας, ψωμί κ.α.).
ντουζένια (τα), τα απαραίτητα εξαρτήματα του αργαλειού και γενικά κάποιας τέχνης.
ντούλος (ο), ο χήρος.
ντούμπλα, διπλός. Σε νυφικό τραγούδι: «Νύφη μας ντούμπλα μάλαμα».
ντουρούκ΄ (το), είδος μεγάλου ψαριού σαν την παλαμίδα.
ντουσντίζω, προθυμοποιούμαι, κάνω κάτι με όρεξη: «Ντούσντ΄σα στο χουρό!» δηλ. «Χόρεψα με την καρδιά μου!».
ντ΄πανάβατο, λ΄πανάβατο (το), το άζυμο ψωμί, το οποίο δεν φούσκωσε.
νυπνοφάς (ο), ο υπναράς. Επίσης, είδος πτηνού που δίνει την εντύπωση ότι συνεχώς κοιμάται.
νυφιάδα (η), άσπρο αγριολούλουδο.
νυφ΄κάτο τραγούδι (το), τραγούδι του γάμου (σε ρυθμό 2/4), το οποίο τραγουδιέται όταν ο γαμπρός με τη συνοδεία του φτάσει στο σπίτι της νύφης. Αρχίζει με τούς στίχους: «Φέραν τα καλορίζικα επάνω στο πανέρι, γαμπρός σας εν΄ που ταστειλε στο γκαρδιακό σας ταίρι».
νυφ΄κάτος χορός (ο), χορός του γάμου αφιερωμένος στη νύφη.
νυχάκι (το), το αητονύχι, ποικιλία λευκού σταφυλιού.
νυχτέρ΄ (το), η βραδινή μάζωξη των γυναικών το χειμώνα, για να παρακάνουν.
ν΄φουπάζαρου (το), το νυφοπάζαρο. Ο απογευματινός περίπατος, στον οποίο συναντιούνται οι νέοι που γαμπρίζ΄νε με τις κοπέλες..
ν΄φουστόλ΄ (το), το στόλισμα της νύφης πριν το γάμο.
ν΄χάς (ο), ο βαρύς χειμώνας που μελανιάζει τα νύχια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου