Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Ξ -
ξαγουράζω, εξαγοράζω.
ξαγουρασμός (ο), η εξαγορά.
ξαγωγεύουμι, εξοικονομώ.
ξαδειάζω, ξεμπερδεύω, ευκαιρώ, ελευθερώνομαι από τις δουλειές.
ξαδιάντρουπος, -η, -ο, άνθρωπος χωρίς ντροπή.
ξαίνω, γδέρνω, ξύνω με δύναμη. Και μεταφορικά στη φράση: «Μας έξαν΄ ο αγέρας!».
ξαπολ΄τός, -ή, -ό, ο ελεύθερος, χωρίς δεσμά. Κυρίως για τα ζώα.
ξαπουδός (ο), ο σατανάς, ο έξω από δω.
ξάρτ΄ (το), το εξάρτημα.
ξαστέρι (το), η ξαστεριά.
ξέγδαρμα (το), το γδάρσιμο, η εκδορά.
ξεγλίστρα (η), το γλίστρημα, η γλίστρα.
ξεκατινιάζουμι, με πόνα η πλάτη μου από την υπερβολική κούραση.
ξεκατουριέμι, είμαι έτοιμος να κατουρηθώ, δεν κρατιέμαι.
ξεκλώναρο (το), το μακρύ άκαρπο κλωνάρι του αμπελιού.
ξελακκίζω, ανοίγω λάκκο γύρω από τη ρίζα.
ξελακκώνω, χαλάω την ηρεμία των προβάτων που βόσκουν, μ΄ αποτέλεσμα να φεύγουν από τη θέση τους και να σκορπίζουν ανήσυχα.
ξεμαυλίζω, ξελογιάζω.
ξεμοσχουλδίζω, ξεμασχαλιάζω, κόβω κάτι, π.χ. ένα κλαδί, από τη μασχάλη.
ξεμπελωνιάζω, βγάζω την κλωστή η την αρμαθιά απ΄ τη βελόνα.
ξεμπορτ(σ)λεύουμι, ξεχρεώνομαι, ξεπληρώνω το χρέος μου.
ξενυχτίζω, ξενχτώ, διανυκτερεύω, ξενυχτώ.
ξεπαλουκώνω, -ουμι, ξεκαρφώνω απ΄ το χώμα το παλούκι, οπού έχω δέσει το ζώο. Λένε: «Ξεπαλουκώθ΄κεν ου γάδαρους».
ξεπαπαδιάζω, νεροβρακιάζω, μπαμπακιάζω: μουλιάζω.
ξεπαρατώνω, ξεπαρατώνουμι: ξεκλειδώνω, ξεκλειδώνομαι.
ξερατό (το), ο εμετός.
ξέρα (η), η άμπωτη.
ξεροβοριαδέλ΄ (το), το σιγανό βοριαδάκι.
ξεροκαίρ΄ (το), το καλοκαίρι, η εποχή της ξηρασίας.
ξεροτρόχαλος, -η. -ο, η ξερολιθιά.
ξεροφάι (το), το στεγνό φαγητό, π.χ. ψωμοτύρι.
ξερτώνω, ετοιμάζομαι.
ξερωγίζω, διαλέγω τις ρώγες απ΄ το τσαμπί.
ξέσασμα (το), η περιποίηση των ζώων (τάισμα, πότισμα κ.λπ.).
ξεσταχυάζω, βγάζω στάχυ.
ξεστχίζω, απολύομαι. Λένε: «Τον ξεστοίχσε», δηλ. «Τον απέλυσε».
ξεσύρουμι, διώχνομαι, κυνηγιέμαι, απομακρύνομαι βίαια, από τον τόπο της διαμονής μου.
ξετραφίζω, περιποιούμαι το χωράφι.
ξετράφισμα (το), η περιποίηση, το καθάρισμα, η καλλιέργεια του χωραφιού.
ξεφαίνουμι, φανερώνομαι. Συνηθίζεται και η προστακτική «ξανέφανι!» δηλ. «ξεφανερώσου».
ξεφαντωσύνη (η), το γλέντι, το ξεφάντωμα.
ξεφέγνω, ξεφεύγω.
ξεφλακώνω, αποφυλακίζω, απελευθερώνω.
ξέφραγος, -η, -ο, άφρακτος, χωρίς φράκτη, ελεύθερος.
ξεφτέργια (τα), τα εξαπτέρυγα.
ξεχνουτίζω, κόβω τις στενές σχέσεις, τα πολλά-πολλά, απομακρύνομαι.
ξέχωρα (τροπ. επίρ.), χωριστά, χώρια.
ξηρονομή (η), το ξερό χορτάρι που απομένει στα χωράφια για να βοσκήσουν τα ζώα.
ξηροχρονιά (η), η άνυδρη χρονιά, με λίγες βροχές.
ξιγκλιάζω, ξεκοιλιάζω το σφαγμένο ζώο, του βγάζω τα εντόσθια.
ξίκης (ο), ο απατεώνας, αυτός που πουλά ξίκικα.
ξίκικος, ο λειψός, ο λιπόβαρος.
ξικλουσσώ, σταματώ το κλώσσημα. Εμποδίζω την κότα να κλωσήσει.
ξιουκαμένο, στιουκαμένο! ξεκουμπίδια! Βρισιά με την οποία διώχνουν τα ανεπιθύμητα ζώα, αλλά συχνά και τα παιδιά.
ξιρτουλόγια (τα), τα εξαρτήματα, τα απαραίτητα σε κάποια εργασία, τέχνη, χώρο.
ξισάσου (ρ. υποτ. αορ.), να περιποιηθώ τα ζώα, να τα ταΐσω, ποτίσω κ.λπ. Λένε: «Έχου να ξισάσου τα ζα».
ξίφτω, λάμπω, αστράφτω από καθαριότητα. Λένε: «Ξίφτ΄ς σήμερα».
ξλένιος, -α, -ο, ο ξύλινος.
ξλογαδούρα (η), το ξύλινο φορείο για το κουβάλημα διαφόρων υλικών: άμμου, ξύλων, πέτρας κ.λπ.
ξλοκόπος (ο), το μικρό τσεκούρι για το κόψιμο λιανών ξύλων, όπως θυμάρια, πουρνάρια.
ξνός, αξνός, -ή, -ό, ο ξινός.
ξόγανο (το), το ξόανο, ο άσχημος άνθρωπος. Λένε: «Σα ξόγανου γίνηκες».
ξουμπλωτός, ζουμπλωτός, -ή, -ό, ο σχεδιασμένος: το ξουμπλωτό πιάτο.
ξούρ’, κσούρ΄ (το), το κουσούρι, το ελάττωμα.
ξύγγλα (η), σιδερένιο ραβδί με το οποίο τεντώνουν το ύφασμα για να μη τσαλακώνει.
ξύλα (τα), η καύσιμη υλη γενικά, δηλ. θάμνοι, χορτάρια, φρύγανα κ.α. Και ως δεύτερο συνθετικό: βουδόξ΄λα, σαμόξ΄λα.
ξυλάγγουρο, ξλάγγουρο (το), ποικιλία αγουρωπού μικροσκοπικού πεπονιού.
ξυλόχτενο, ξλόχτενο (το), απαραίτητο για την ύφανση εξάρτημα του αργαλειού.
ξυπάζουμι, ξαφνιάζομαι, τρομάζω.
ξυσά (η), η φαγούρα.
ξυστρί (το), εργαλείο με το οποίο αποξέουν τα υπολείμματα της ζύμης από την σκάφη του ζυμώματος.
Ξώλαμπρα (τα), η Λαμπροβδομάδα.
ξωμερ΄νούδα, ξωμερ΄νή (η), η ξενομερίτισσα, η ξενόφερτη. Και ως βρισιά με τη σημασία: διαολοκόριτσο, κόρη του έξω από δω.
ξωξυλιάζω, κοκαλιάζω, μένω άκαμπτος, ακίνητος από φόβο, έκπληξη.
ξωπάνες (οι), δύο πανιά, ένα τριγωνικό και ένα μακρόστενο, με τα οποία παλιότερα φάσκιωναν τα βρέφη.
ξωτικιά ή ξωτική (η), η νεράιδα, το ξωτικό, το στ΄χειό.
ξωτικιές (οι), οι καλικάντζαροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου