Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου
«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.
Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»
Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών
- Π -
πα (τοπ. επίρ.), πάνω. Λένε: «Πα στο μύλου».
παγούρ (το), το καβούρι. Βλ.λ. τσαγανός.
παεινά (τοπ. επίρ.), εκεί πάνω.
παζαρόψουμο (το), το αγοραστό ψωμί, όχι το σπιτ΄κό (βλ.λ.).
παιδιογόν΄ (το), το παιδομάνι.
παίζ΄ ου καιρός (ιδιωμ.), ο καιρός είναι ασταθής, πότε εχει ηλιο, πότε συννεφιάζει, πότε βρέχει.
παλαμαριά (η), η ξύλινη χειρολαβή που χρησιμοποιεί ο θεριστής, για να συλλαμβάνει μια αγκάλη σιτηρών.
πάλε (επίρ.), πάλι.
παλιογεβεντισμένη (η), η παλιογυναίκα, το γύναιο.
πάλιουρας (ο) και παλιούρα (η), το γέρικο ζώο, η γέρικη προβατίνα. Συν. μπαλιός.
παλουκώνω, -ουμι, καρφώνω στο χώμα ένα παλούκι, δένω το ζώο σ΄ ένα παλούκι καρφωμένο στο χώμα. Λένε: «Παλούκωσες το γάδαρου;»
παναγιάτ΄κο (το), το καινούργιο ρούχο το οποίο ράβουν ή αγοράζουν ειδικά για τη γιορτή της Παναγίας (15 Αυγούστου).
παναγύρ΄ (το), το πανηγύρι. Σε τραγούδι: «μόνε θέλου τον Αργύρ΄, να με πά΄ στο παναγύρ΄».
πανεδιώ (τοπ. επίρ.), εδώ πάνω.
πανέρ΄ (το), ο συγγενής του γαμπρού ή της νύφης, που κουβαλά τα δώρα του αρραβώνα μέσα σ΄ ένα πανέρι. Συνήθως υπάρχουν τρία πανέρια: ένα για τη νύφη με ρούχα, παπούτσια και αρώματα, ένα για τους συμπεθέρους με ρούχα και ένα για το σπίτι με γλυκά.
πάνες (οι), η πράσινη κρούστα που σχηματίζεται στα στάσιμα νερά.
πανίζω, καθαρίζω το φούρνο από τις στάχτες μ΄ ένα πανί.
πάνισμα (το), το καθάρισμα του φούρνου από τις στάχτες.
πανουγόμαρου (τροπ. επίρ.), στην κορυφή του γομαριού. Σε τραγούδι: «να βάλου πανουγόμαρου του μύλου το λιθάρι».
παντελής (ο), είδος ψαριού.
παντέχου (ρ.), προσδοκώ, ελπίζω, περιμένω. Λένε: «΄να σωρό δ΄λειές με παντέχ΄νε!», «Βιάσου, σένα θα παντέχ΄νε!».
παντιέρα (η), η σημαία. Λένε: «Έβαλι παντιέρα ου μυλωνάς» δηλ. μάζεψε όλα τα πανιά του μύλου, εκτός από ένα που το άφησε ν΄ ανεμίζει, σημάδι ότι ο μύλος είναι ελεύθερος.
πανωπέτσ΄ (το), η επάνω σκληρή επιφάνεια (κόρα) του ψωμιού.
πανωτιαστά (τροπ. επίρ.), το ένα πάνω στ΄ άλλο.
παπαδίζω, πάω για παπάς.
παπαλίνα (η), ο γόνος της σαρδέλας, όταν φθάσει σε μήκος 5-7 εκ., οπότε μπορει ν΄ αλιευτεί.
παππούζιμ΄ (ο), ο παππούς μου.
παραβαρώ, γίνομαι βάρος, εμπόδιο σε κάποιον. Ρωτουν: «Μη σας παραβαρω;», δηλ. «Μήπως σας γίνομαι βάρος;».
παραβγάζω, κατευοδώνω, συνοδεύω τον καλεσμένο μέχρι την εξώπορτα, όταν φεύγει.
παραβούτ΄ (το), το μισό βαρέλι, στο οποίο πατούν τα σταφύλια.
παραγαλιάζω, δεν βγάζω γάλα. Λένε: «Παραγάλιασ΄ η προβατίνα».
παραγάλιασμα (το), αρρώστια των προβάτων κατά την οποία δεν βγάζει γάλα ο ένας από τους μαστούς.
παραγανεύω, παραμονεύω, παραφυλάω.
παραγεμιστήρα (η), το μικρό σιδερένιο ραβδάκι με το οποίο γέμιζαν με πανιά τις πιστόλες της Λαμπρής.
παραδορώ, παραπατώ. Λένε: «Ψες ήπιεν και παραδορούσεν».
παραδ΄πνά το φιγγάρ΄, αργεί να ανατείλει το φεγγάρι.
παρακάνω, εργάζομαι περισσότερο από το κανονικό. Τα χειμωνιάτικα βράδια οι γυναίκες μαζεύονταν σε παρέες και «παράκαναν», δηλ. κεντούσαν, έραβαν, μαντάριζαν κλπ.
παρακ΄γής (τοπ. επίρ.), παρακάτω.
παραμίνα (η), είδος λοστού για το άνοιγμα πηγαδιών, σκάψιμο βράχων κλπ.
παραμπαρίζω, είμαι παρόμοιος, περίπου ίδιος.
παραμπρός, παραμπρουστά (επίρ), πιο πέρα, πιο μπροστά.
παραξ΄σμός (ο), η ζέστη, ο πυρετός. Ο «Αη Γιάννης ο Παραξσμός», ο αυγουστιάτικος Αη Γιάννης (29 Αυγούστου).
παραπονίδ΄ (το), μικρό εξάνθημα του δέρματος.
παραπόρτ΄ (το), η μικρή παράπλευρη πόρτα, το πορτάκι.
Παρασκιβή (η), η Παρασκευή.
παρασκόλ΄ (η), η επόμενη μέρα της αργίας (σχόλης). Σε τραγούδι: «την Παρασκιβή είχιν σκόλ΄, το Σαββάτου παρασκόλ΄».
παράσκουλο (το), η μικρή γιορτή, η επόμενη μέρα της γιορτής (σχόλης).
παρασπόρ΄ (το), το επιπλέον προϊόν το οποίο αναγκάζονταν να δώσουν οι κεχαγιάδες στο αφεντικό, πέραν του συμφωνημένου. Τυπικά δεν ήταν υποχρεωμένοι, αλλά το πρόσφεραν εθιμικά για να εξευμενίσουν το αφεντικό και να ξαναμπαριστήσ΄νε (βλ.λ.).
παραστέκουμι, συμπαρίσταμαι.
παραστόλ΄ (το), ο (η) παράνυφος, το παρανυφάκι.
παράτ΄ (το), ο σύρτης.
παρατώνουμι, κλειδώνομαι, μαζεύομαι στο σπίτι. Λένε: «Ψες παρατουθήκαμε νουρίς-νουρίς».
παρατώνω, κλειδώνω, συρταρώνω.
παραΰστερα (χρον. επίρ.), αργότερα.
παραφέντης (ο), το αφεντικό.
παραφτέρωση (η), το γείσο της στέγης το οποίο σχηματίζεται συνήθως από προεξέχουσες πλάκες της σκεπης.
παργόρια (η), η παρηγοριά.
παργουρώ, παρηγορώ.
πάρε τμόν΄ (ιδιωμ.), πάρε σειρά, η σειρά σου.
παρέες (οι), φιλικές ή συγγενικές ομάδες που μαζεύονται για να γλεντήσουν στις Αποσουρτές (βλ.λ.) ή στον κολλυβόζμο (βλ.λ.). Λένε: «Τ΄ς αποκριγιές κάνωμ΄ παρέες».
παρλώ, παρακινώ τα ζώα με δυνατές φωνές, να μπουν στη μάντρα.
παρτάλια (τα), τα εντόσθια του σφαχτού, ο πατσάς.
παροξύνω, εκνευρίζω, θυμώνω κάποιον.
πάστρα (η), καθαριότητα.
παστρεύω, καθαρίζω.
πατατούκα (η), το παλτό, το χοντρό πανωφόρι του κεχαγιά, που το φτιαχνε από αρνίσιο ή κατσικίσιο δέρμα με το τρίχωμα από μέσα.
πάτμα (το), τοπικός χορός της Λήμνου σε ρυθμό χασαποσέρβικου αλλά με πάτημα και των δύο ποδιών σε κάθε τρίτο βημα.
πατνίτσα (η), η πήλινη κατσαρόλα στην οποία πήζουν το γάλα, αλλά και μαγειρεύουν.
πατόζα (η), η αλωνιστική μηχανή.
πατ΄τήρ΄ (το), το ξύλινο φορητό πατητήρι.
πάτωση (η), το πάτωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου