Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Υ-Φ)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Υ -

ύστερο (το), ο πλακούντας που αποβάλλεται από τον οργανισμό της μητέρας μόλις γεννήσει.

- Φ -

φά (το), το φαγητό, το γεύμα. Λένε: «Πά στο φά μας βρήκες!».

φαγουμός (ο), η φαγωμάρα, η γκρίνια, ο τσακωμός.

φάδ (το), ο μίτος, το υφάδι.

φαίνω, υφαίνω.

φαλαγγώνω, βυθίζομαι, ακινητοποιούμαι, κολλάω στην άμμο ή στη λάσπη.

φάλια (η), εξάρτημα της πασχαλινής πιστόλας, που βρισκόταν στο πίσω μέρος της κάνης και εξασφάλιζε την επικοινωνία του καψουλιού με το μπαρούτι, ώστε να επιτυγχάνεται η πυροδότηση.

φανάρ (το), ο φάρος.

φαναριώτς (ο), ο φαροφύλακας.

φανοκόρος (ο), ο υπεύθυνος των κοινοτικών φαναριών πετρελαίου.

φαντάζ (ιδιωμ.), βγαίνουν φαντάσματα, το μέρος τρομάζει, φοβίζει.

φάντρια (η), η υφάντρα.

φάρμακο (το), γενικό όνομα για τα χημικά υγρά ή σκόνες γενικής χρήσης (απορρυπαντικά, εντομοκτόνα, παρασιτοκτόνα, χλωρίνη κ.λπ.).

φδούλα (η), πίτα ή τηγανίτα, που φτιάχνεται από το ζυμάρι που περισσεύει κατά το ζύμωμα του ψωμιού. Τις «φδούλες» έβαζαν στο φούρνο πριν από τα ψωμιά, για να διαπιστώσουν αν έχει πυρώσει.

φέγνω, φεύγω. Στο γ΄ ενικό πρόσωπο: φέγιν.

φερκί, φιρκί (το), η κατακόρυφη σχισμή στο αυτί των ζώων, που γίνεται σαν αναγνωριστικό σημάδι.

φηγούμι (ρ.), αφηγούμαι. Υποτ. αόρ. να φηγθώ.

φιλί (το), το φελί, η σφέλλα, η φέτα ψωμιού, τυριού κ.λπ.

φιργάδα (η), η φρεγάτα. Σε τραγούδι: «Φιργάδα κατιβαίνει στης Λήμνους τα νιρά».

φιρφίρι (το), σε τραγούδι: «η μία τουν κέρναν μιί γυαλί κι η άλλη μι φιρφίρι».

φιστόν (το), το κεντημένο τελείωμα του σεντονιού.

φκαρίστησ (η), η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση, το κέφι. Λένε: «από φκαρίστησ και μόνε το ΄κανε», δηλαδή για το κέφι του, για προσωπική του ικανοποίηση, όχι για κέρδος ή από υποχρέωση.

φκαριστώ, ευχαριστώ.

φκέντρι, φκέντιρ (το), η βουκέντρα.

φκιέμι (ρ.), εύχομαι. Παρατ. φκιόμουνα. Αόρ. φκήθηκα (υποτ. να φκηθώ).

φκυάρ (το), το φτυάρι και εργαλειο του φουρνίσματος που μοιάζει με φτυάρι.

φκυαρίζω, φτυαρίζω.

φλάγω, φρουρώ. Επίσης, τεμπελιάζω, χασομεράω. Λένε για κάποιον που είναι προκομμένος: «Αυτός δε φλάγ, δεν κάνει χιλέ».

φλακώνω, φυλακίζω.

φλαμούρ (το), το τίλιο.

φλάμπλο (το), το φλάμπουρο, η σημαία. Το φλάμπλο τοποθετουσε ο γαμπρός στο παράθυρό του την Παρασκευή πριν το γάμο και πάνω του έδενε χρήματα σ΄ έναν κόμπο. Την Κυριακή, στο γάμο, το βαστούσε το παλικάρι που οδηγούσε τή γαμπριάτικη πομπή. Την ώρα του μυστηρίου ή λίγο αργότερα γινόταν αγώνας δρόμου μεταξύ των φίλων του γαμπρού και ο νικητής έπαιρνε ως έπαθλο το φλάμπλο με τα χρήματα.

φλεύω, φιλεύω, κερνώ. Λένε: «Κάτσ κουμμάτ να σι φλέψουμ».

φλιτζάνα (η), το πολύ μεγάλο κύπελλο.

φλομαράδες (οι), οι Λημνιοί, σκωπτικό προσωνύμιο.

φλουμάρια, φλομάρια (τα), μακαρονοειδές ζυμαρικό από αλεύρι, γάλα και αυγά, ανάλογης κατασκευής με τις χυλοπίτες.

φλω, φιλώ. Λένε: «Κάλλιο κρέας να σι φλω κι να μι φλας, παρά ψάρ να σι φτω κι να μι φτας!».

φνίδιο (το), φνίδιος (ο), ο θάνατος, το θανατικό. Λένε την κατάρα: «Φνίδιο ναχς!».

φοινίκι (το), χριστουγεννιάτικο γλυκό σαν το μελομακάρονο.

φοραδάκι (το), το νεαρό θηλυκό αλογο, η μικρή φοράδα.

φόρτωμα (το), το σχοινί με το οποίο δένουν ένα φορτίο στο ζώο.

φουκάρ (το), το θηκάρι του σπαθιού.

φούλι (το), το αράπικο φιστίκι.

φουνουκαταρούσα (η), η γυναίκα που καταράστηκε κάποιον να σκοτωθεί.

φουρκαλιά, φρουκαλιά (η), η σκούπα από βούρλα ή λυγιές με την οποία σκουπίζουν το αλώνι.

φουρναριό (το), το φουρνάρικο, το μαγαζί του φούρναρη.

φούσκα (η), η ουροδόχος κύστη των ζώων. Επίσης, βρώσιμο θαλασσινό μαλάκιο (πιο συνήθης ο πληθ. οι φούσκες) που τρώγεται ωμό με λεμόνι.

φούσκαρος (ο), το αερόστατο. Έτσι ονόμασαν οι απλοϊκοί αγρότες του νησιού το αερόστατο που έφεραν οι Γάλλοι στρατιωτες το 1915.

φουσκωμένο (το), το φρούτο (πεπόνι, καρπούζι) που μόλις άρχισε να ωριμάζει (φουσκώνει). Το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ του άγουρου και του ώριμου.

Φραγκιά (η), η Ευρώπη, η χώρα των Φράγκων.

φραίνουμι, ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι. Λένε: «Καλώς τα φραίνεστε!» δηλ. «Καλή σας ορεξη!».

φρένιμος, -η, -ο, φρόνιμος, γνωστικός, ήσυχος.

φρέσκο (το), η δροσιά, ο δροσερός χώρος.

φροκαλιά (η), η σκούπα.

φρόκαλο (το), το σκουπίδι.

φταίβω, φταίω. Αόρ. έφταιψα. Λένε την παροιμία: «Φταίβ ου γάδαρους και δέρνει του σαμάρ».

φτειά (η), η φυτεία, το φυτεμένο αμπέλι.

φτερωτή (η), τα πανιά του ανεμόμυλου που συνήθως είναι δώδεκα.

φτεύω, φυτεύω.

φτόζουμο (το), φτόζουμος (ο), αγριόχορτο. Αν το βοσκήσουν τα πρόβατα το γάλα τους δεν πήζει εύκολα.

φτουρώ, επαρκώ, κυρίως για τα φαγώσιμα.

φτω, φτύνω.

φυσκό (το), η συνήθεια, η παραξενιά, η ιδιοτροπία, το χούι. Λένε: «Έναι το φυσκόμ!» ή «Τόχου φυσκό!», δηλ. «Έτσι έχω συνηθίσει».

φωκάς, φουκάς (ο), το πήλινο ή γυάλινο δοχείο για το μέλι ή το γλυκό του κουταλιού.

φώλι (το), το αυγό το οποίο αφήνουν μόνιμα στη φωλιά, για να γεννά η κότα στο ίδιο πάντα σημείο.

φωλιά (η), ο μικρός λάκκος, στον οποίο έσπερναν το βαμβακόσπορο. Σε κάθε φωλιά έβαζαν 5-6 σπόρους και αργότερα αραίωναν τα φυτά, αφήνοντας τα δύο δυνατότερα.

φωτίζ (ιδιωμ.): αγιάζει, ευλογεί ο ιερέας τα σπίτια και τους κατοίκους, γυρίζοντας τα σπίτια κάθε πρωτομηνιά και φυσικά των Θεοφανείων (Φώτων), απ΄ όπου ίσως και η λέξη.

φωτιοκαμένους, -η, -ου, δυστυχισμένος. Λένε: «Ε το φωτιοκαμένου, ε τ΄ ολόμαυρου!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου