Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Σκ-Σο)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Σ -

σκάλα (η), η αποβάθρα, ο μόλος.

σκαλλίδα (η), η τσάπα, το μεγάλο σκαλιστήρι.

σκαμνιά (η), η μουριά

σκαμνίδ (το), η κούνια του μωρού.

σ΄καμνίδ (το), η μικρή μουριά.

σ΄κάμνο (το), το συκάμινο, ο καρπός της σκαμνιάς.

σκαμπάζω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.

σκατόσουγο (το), παλιο-οικογένεια (σόι), με κακή φήμη.

σκαφίδ (το), η κούνια του μωρού.

σκέπα (η), η σκεπή, η στέγη.

σ΄κιά (η), η συκιά.

σκιάζουμι, φοβάμαι τις σκιές, τα φαντάσματα.

σ΄κίδ΄ (η), η μικρή συκιά.

σκιλτάδα (η), η φύτρα.

σκιπασίσια, σκιπασίδια (τα), τα κλινοσκεπάσματα.

σκλαντζάρωμα (το), το σκαρφάλωμα.

σκλαντζαρώνω, σκαρφαλώνω.

σκλαράκ (το), το σκυλάκι.

σκλαρκάτο (το), το αρνί με σκουλαρίκια στο κεφάλι.

σκληκος (ο), το σκουλήκι.

σκλί (το), το πεζούλι έξω και γύρω από την κατοικία. Λένε: «Το γιόμα καθόμαστι στο σκλί»

σκλίδα (η), η σκελίδα του σκόρδου.

σκλλάτο (το), το πρόβατο με μακρύ μαλλί.

σκλομσούζκο (το), το κακομούτσουνο ζώο.

σκολμουσούζς, σκλουψούγς (ο), σκυλομούρης, κακομούτσουνος, ο πολύ άσχημος.

σκλόφαγο (το), το σκυλοφαγωμένο. Λένε στα ζώα τη βρισιά: «Βρε το ζαγάρ, το σκλόφαγου!»

σκόλη (η), η γιορτινή μέρα.

σκολόπετρα (η), η ψαλίδα, είδος μυριάποδου.

σκομπρούλ (το), άγριο χόρτο.

σκοπαγίδα (η), το ξερό σύκο.

σκοτώνω το ύστερο (ιδιωμ.): θάβω ή καίω το ύστερο μετά τη γέννα, γιατί θεωρείται ζωντανό.

σκουλάδ (το), η προβατίνα που γέννησε, αλλά το αρνί της ψόφησε. Της δίνουν άλλο αρνί να βυζάξει (π.χ. ένα δίδυμο) αλλά σπάνια το κρατά μόνιμα. Συνήθως ξαναλλάζεται.

σκούν (το), το ψιλό σαν σκόνη γλυκάνισο, δεύτερης ποιότητας.

σκούντρος (ο), ο σκληρός τόπος.

σκουρπίδ (το), είδος βοτάνου, το ζουμί του οποίου θεραπεύει την πέτρα των νεφρών.

σκουτάρ, σκτάρ (το), ο οδοντωτός τροχός στο μηχανισμό του ανεμόμυλου.

σκτρώ, ψάχνω, ξεσκαλίζω.

σκύβαλο (το), το σκουπίδι, το απομεινάρι του κοσκινίσματος.

σκωτού (η), η σηκωτού, η γυναίκα που βοηθά τη λεχώνα τις πρώτες μέρες μετά τη γέννα, φροντίζοντας κυρίως το βρέφος (το αλλάζει, το σηκώνει κλπ.). Λένε: «Αντί για τ μαμμή ήρντεν η σκωτού!».

σλατσέρνω, σουλατσάρω, πηγαινοέρχομαι.

σλιάβεργι, σλιαβρούδ (το), η φλογέρα.

σμάνουρα (τα), το κομμένο γυαλί πριν μπει στο τυριβόλι για να στραγγίξει. Τρώγεται με παξιμάδια και ζάχαρη. Λένε: «Να σι φλέψω δροσιρά σμάνουρα;».

σμπαίνω, ζμπαίνου, εισέρχομαι. Αόρ. σέμπηκα. Σε τραγούδι: «΄π΄ το παραθύρι σέμπηκιν, σαν το χιλιδουνάκι». Υποτ. αορ. να σέμπου. Σε τραγούδι: «ώστου π΄ να σέμπου στην αυλή, ωστου π΄ να πάγ΄ απάνου».

σμπνιάζω, συμπιέζω, ζουπώ. Επίσης, παρακινω κάποιον με σπρώξιμο, τον πιέζω με φορτικότητα. Αόρ. σμπούνιασα. Με παθ. σημασία: πιέζομαι σωματικά ή ψυχολογικά, σφίγγομαι. Λένε για κάποιον που πνίγηκε στο φαΐ: «Σμπούνιαζι κι φταρνίζνταν», δηλ. «Σφιγγόταν και ξερόβηχε».

σμυρνιό, σμυρναίικο (το), αρχιτεκτονικό σχέδιο κατοικιών, το οποίο άρχισε να επικρατεί στο νησί στα τέλη του 19ου αι. και σταδιακά αντικατέστησε το παλιό τοπικό σχέδιο με την αξάτα. Προφανώς, ήρθε από τη Σμύρνη. Το σμυρνιό περιλάμβανε έναν κεντρικό διάδρομο, που κατέληγε στην κουζίνα, με δυο δωμάτια αριστερά και δεξιά.

σνατοί μας, μεταξύ μας.

σνερίγια (τα), τα ρίγη του πυρετου.

σνί (το), το ταψί. Και ζντεροσνί, ζντεροσίν (το).

σοβές (ο), το μεγάλο κομμάτι πέτρας, που κόβεται μονοκόμματο στο λατομείο από τους πετράδες. Τούς σοβέδες τους προόριζαν για πρέκια, κίονες και παραστάδες.

σουγιουλτζής (ο), ο νερουλάς, ο υδρονομέας, ο υπεύθυνος της ύδρευσης.

σουγλί (το), το σουβλί.

σουγλομπελονιάζω, ράβω ρούχα. Λένε τη φράση: «Έμαθι να σουγλομπελουνιάζ», δηλ. «Έγινε ράφτης - ράφτρα».

σούδα (η), το στενό χώρισμα πλάτους μισού μέτρου περίπου, που αφήνουν ανάμεσα στα γειτονικά σπίτια για να περνούν τα νερά και να προστατεύουν τα θεμέλια.

σουληνάρ, σωληνάρ (το), το αυλάκι μεταφοράς νερού.

σουλούπ (το), το σουλούπι, η φυσιογνωμία, ο τύπος κάποιου. Λένε: «Δε μ αρέσ το σλούπιτ».

σούμα (η), το αρχικό απόσταγμα στο ρακοβγάλσιμο, το οποίο ξαναποστάζεται για να λαμπικάρει .

σούμα (η), το άθροισμα.

σουπατκά τραγούδια (τα), αργόσυρτα δίστιχα, συνήθως δεκαπεντασύλλαβα, αλλά και δωδεκασύλλαβα (ιαμβικά και τροχαϊκά), τα οποία τραγουδά ένας από την παρέα και οι άλλοι τα επαναλαμβάνουν. Ταυτόχρονα χορεύουν πιασμένοι από τους ώμους σε ρυθμό αργού χασαποσέρβικου. Είναι ερωτικά και τις Απόκριες σκανδαλιστικά. Ξεκινούν με το δίστιχο: «Ξέρου τραγούδια να σι πω, μια βάρκα να γιομίσου, σαν αρχινίσου κι τα πω, θα μ εύρει το Σαββάτου». Όταν ο τραγουδιστής κουραστεί δίνει το λόγο σε άλλον με το στίχο: «Ειπαμε πουλλά κι σών, ας λαλήσ κι αλλ αηδόν».

σουρλάς (ο), η μεγάλη στάμνα.

σουρντίζω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ.

σουρός (ο), ο σωρός, το πλήθος.

σουρτουκλαμάς (ο), ο αλήτης, ο ακαμάτης.

σούσαλο (το), το σκουπιδάκι.

σουτηριάζουμι, σώζομαι, γλυτώνω από κάτι. Όταν κάνει πολύ κρύο, λένε: «Κουκουλώσου να σουτηριαστεις!».

σουφερτάς (ο), μικρό κατσαρόλι με υδατοστεγές καπάκι που σφραγίζει ερμητικά με τη βοήθεια μεντεσέ.

σουφλιάζω, συμφιλιώνομαι, τα φτάχνω με κάποιον. Σε τραγούδι: «ικεί τα σουφιλιάσαμι, ικεί τα κουβιντιάσαμι». Επίσης, εφαρμόζω, συνταιριάζω.

σούφνας (ο), ο σίφουνας.

σοφράς (ο), χαμηλό τραπέζι κουζίνας με χοντρά πόδια.

1 σχόλιο:

  1. σκουμδίζω, καταστρέφω, μαγαρίζω (το σκούμδισες το φαΐ σου, λέει η μάνα στο μικρό παιδί που παίζει με το φαγητό του και δεν το τρώει)

    ΑπάντησηΔιαγραφή