Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Γλωσσάρι Λήμνου (Τα-Του)

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου

«Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο.

Συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος»

Έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών

- Τ -

ταβαδέλ (το), το μικρό ταψί.

ταβάς (ο), το ταψί.

ταγίν (το), η υποχρέωση του κεχαγιά να προσφέρει στο αφεντικό μερτικό από ό,τι παράγει το νοικιασμένο χωράφι ανάλογα με την εποχή: γάλα, τυρί, αυγά, αρνί το Πάσχα, κότες, κρασί, ρακί, σιτηρά, κηπευτικά.

ταγγίζω, παίρνω δυσάρεστη μυρωδιά.

ταή, ταγή (η), το τάισμα του ζώου.

τακίμια, τακίμνια (τα), τα κουζινικά, συνήθως τα μπακιρένια. Επίσης, το ζευγάρι ταιριαστών αντικειμένων: «τακίμια σεντόνια, παπούτσια κ.α.».

τάλια (η), μέτρο σιτηρών, όπως το μόδι, το πνάκι.

ταλιάν (το), το ιχθυοτροφείο.

ταμάχ (το), η πλεονεξία.

ταμαχκιάρς (ο), ο απληστος, ο πλεονέκτης.

ταμπάκης (ο), ο βυρσοδέψης.

ταμπάνι (το), είδος μεγάλης αθόρυβης μύγας, η οποία τσιμπά δυνατά και ρουφά το αίμα. Ζει μόνο λίγες βδομάδες στην αρχή του καλοκαιριού. Είναι πολύ επίμονη και δεν υποχωρει μέχρι να τη θανατώσεις.

ταπέτο (το), το χαλί.

ταραχτά (τα), τυροκεφτέδες από φρέσκο τυρί και χτυπημένα αυγά στο τηγάνι.

ταυρί (το), το αρσενικό βόδι.

ταχιά (χρον. επίρ.), γρήγορα, σύντομα, αύριο, το χάραμα. Λένε την ευχή: «Καλά ταχιά!», δηλ. «Με το καλό και σύντομα!» για το γάμο ή για την επιστροφή των ξενιτεμένων.

ταχίν (το), το αλεσμένο σουσάμι. Ο πλανόδιος πωλητής, που συνήθως ήταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του λαδόμυλου φώναζε: «Σ΄σαμόλαδο, ταχίν, αλλαξά με το σ΄σάμ».

ταχνό και ταχύ (το), το χάραμα, η αυγή.

τγανίτα (η), τηγανισμένο φύλλο ζύμης.

τγανόπτα (η), γλύκισμα σαν τηγανίτα, που φτιάχνεται από τη ζύμη που περισσεύει κατά το ζύμωμα του ψωμιού.

τελομένος, -η, -ο, ο οριοθετημένος, ο περιφραγμένος με σύρματα ή φράχτη χώρος. Λένε: «Είναι τελομένο το χωράφι».

τεμσάρκο (το), το μισακό χωράφι.

τενάζ (το), ο μακρόστενος σωρός αλωνισμένου σιταριού που δημιουργείται για το λίχνισμα.

Τέταρτος (ο), η Τετάρτη στη φράση: «Ήρθ΄ ο Τέταρτος; Έφυγ΄ ο βδόμαδος».

Τετράδη (η), η ημέρα Τετάρτη.

τετραδιάτκος, -η, -ο, ο σχετικός με την Τετάρτη. Λένε για τον καιρό: «Τετραδιάτκος, Σαββατιάτκος», δηλ. ο καιρός της Τετάρτης κρατά ως το Σάββατο.

τζαναμπέτς, -τσσα, -τκο, ανάποδος άνθρωπος, με κακούς τρόπους.

τζανής, τζανιάς (ο), είδος γερακιου. Λένε: «Τζανιάς κλαμένος; Για βροχή, γι΄ άνεμος!».

τζαρτζαλιά (η), είδος βερικοκιάς.

τζάρτζαλο (το), είδος βερίκοκου, ο καρπός της τζαρτζαλιάς.

τζγκέλ (το), το τσιγκέλι, ο γάντζος, το άγκιστρο.

τζελέπς (ο), ο ζωέμπορος.

τζεσμές (ο), η μπότα, η γαλότσα. Λένε: «Τ΄ τσομπάν΄ οι τζεσμέδες».

τζίβα (η), η τριχιά, ο τρίχινος σπάγγος.

τζίζ (το), το παιδικό παιχνίδι «μπίζ».

τζιλβές, τζελβές (ο), η κολακεία, το κάμωμα, το νάζι, η ερωτοτροπία. Συνηθίζεται κυρίως ο πληθ. τζιλβέδες. Σε τραγούδι: «πώς σειέται, πώς λιγίζεται κι ούλο τζιλβέδες κάνει».

τζινέβρ (το), τζινέβρα (η), κυλινδρικό πήλινο δοχειο με στενό στόμιο για κρασί, νερό ή μούστο.

τζινέτ (το), το χοντρό καρφί. Με τζινέτια καρφώνουν τη σκεπή του ανεμόμυλου.

τζιτέλα (η), η γεροντοκόρη, η ανύπαντρη.

τζιτζί (το), το βυζί, ο μαστός στην παιδική διάλεκτο.

τζιτζινίζω, κουδουνίζω, βγάζω δυνατό ήχο. Λένε: «Τζιτζινίζνε τα βιολιά».

τζιτζλόμς (ο), ο λιτοδίαιτος: το τζιτζλόμκο πιδί.

τζίτζου (ποσοτ. επίρ.), τίποτα.

τζιφάς (ο), η απαίτηση. Σε τραγούδι: «ούτε προικιά γυρέψανι, ούτε πουλλοί τζιφάδες».

τζλώνω, τσιγκλώ, πειράζω, ενοχλώ κάποιον με το χέρι μου. Επίσης, κεντρίζω το ζώο με το βκέτνρι.

τζούλωμα (το), το κέντρισμα, το τσίγκλισμα.

τζούμανος (ο), ο χαζός, ο αγαθός, ο αφελής, ο μειωμένης νοημοσύνης.

τζουτζούφι (το), το τζίτζιφο, ο καρπός της τζουτζουφιάς.

τζουτζουφιά (η), η τζιτζιφιά, είδος δέντρου.

τζώνης (ο), το τζινέβρι, είδος πήλινου αγγείου. Πολλά τέτοια άφησαν οι Άγγλοι το 1918 εξού και το όνομα.

τηρώ, κοιτάζω.

τι λογιά ή τι λιγιώ! (ιδιωμ.), αόριστη ή ερωτηματική εκφραση, συμπληρωματική της ομιλίας, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο νόημα.

τιζάρω, τεντώνω.

τίναξ (ιδιωμ.), λένε: «Τίναξ τ΄ αμπέλ», όταν ο καρπός του δεν δέσει ή χαλάσει πριν ωριμάσει.

τιρσέκ (το), ο ακραίος λίθος του σπιτιού ή ο ακραίος τοίχος.

Τιτράδη (η), η Τετάρτη.

τμώ, τιμώ, εκτιμώ, αποτιμώ.

τνάζω, χτυπώ κάτι να πέσει, συνήθως καρπούς από δέντρα.

τόπακας (ο), ο δυσκίνητος, ο νωθρός.

τόσηνα, τόσουνα (αντων.): τόσο μεγάλη (-λο).

τουλπάν (το), το θερινό, λεπτό, λευκό γυναικείο κεφαλομάντιλο που φοράνε μέσα από τον μποχτσά.

τούνς (αντων.), τίνος. Λένε: «Τούνς έν το μλάρ;».

τουρλίδα (η), ηχοποίητο όνομα πτηνού από την κραυγή: τουρλί, τουρλί!

τουρλόξλα (τα), τα ξύλα με τα οποία φτιάχνεται ο τούρλος

τούρλος (ο), η κωνική σκεπή του ανεμόμυλου, ο κώνος, ο τρούλλος.

τουρτούρα (η), η δεκοχτούρα.

τούτονας, τούτηνια, τούτονα (αντων.), αυτός (-ή, -ό) εδώ κοντά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου